ψήφος < αρχαία ελληνική ψῆφος < ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο
ψῆφος (psêphos): θηλυκό ουσιαστικό ιωνικού τύπου, δωρικός τύπος: ψᾶφος, αιολικός τύπος: ψᾶφαξ
ψῆφος (psêphos) (genitive ψήφου) f, (a) a pebble, small stone, (b) hence, from their use in voting: a vote. From ψάω (psaō, » rub smooth, crumble»)
H.G. Liddell & R. Scott
ψῆφος, Δωρ. ψᾶφος, ἡ (ψάω)
• Α) μικρή πέτρα, πετραδάκι λείο και στρογγυλό, όπως αυτά που βρίσκονται στις κοίτες των ποταμών ή στην ακτή της θάλασσας, χαλίκι, βότσαλο, Λατ. calculus, σε Πίνδ., Ηρόδ.
• Β) 1. πετραδάκι που το χρησιμοποιούσαν για την αρίθμηση, μετρητής, ψήφοις λογίζεσθαι, υπολογίζω χρησιμοποιώντας πετραδάκια, σε Ηρόδ., υπολογίζω τέλεια ή με ακρίβεια, σε Αριστοφ., ἐν ψήφῳ λέγειν, σε Αισχύλ., στον πληθ., υπολογισμοί, λογαριασμοί, καθαραὶ ψῆφοι, εκεί όπου υπάρχει ακριβής εξίσωση, σε Δημ.
2. πετραδάκι που το χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι των πεσσών, σε Πλάτ.
3. α) πετραδάκι που το χρησιμοποιούσαν για ψηφοφορία, το οποίο το έριχναν μέσα στην κάλπη (ὑδρία), σε Ηρόδ., Αττ., ψῆφον φέρειν, δίδω την ψήφο μου σε κάποιον, Λατ. suffragium ferre, σε Αισχύλ. κ.λπ., ομοίως, ψῆφοντίθεσθαι, σε Ηρόδ., ψήφῳ κρίνειν, διακρίνειν, αποφασίζω με ψήφο, σε Θουκ. κ.λπ., με περιληπτική σημασία, ψῆφος γίγνεται περί τινος, γίνεται ψηφοφορία για κάτι, σε Αντιφ., ἡ σώζουσα, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος, ψήφος αθωωτική ή καταδικαστική, σε Λυσ., Δημ., τὴν ψῆφον ἐπάγειν, προτείνω ψηφοφορία, λέγεται για τον προεδρεύοντα, όπως το ἐπιψηφίζειν, σε Θουκ.
β) αυτό που αποφασίζεται με ψηφοφορία, ψῆφος καταγνώσεως, καταδικαστική απόφαση, σε Θουκ., ψῆφος περὶ φυγῆς, ψήφος για εξορία, σε Ξεν.
γ) κάθε είδους απόφαση ή δόγμα, π.χ. ενός βασιλιά ή μονάρχη, σε Σοφ., λιθίνα ψᾶφος, δόγμα γραμμένο πάνω σε πέτρα, σε Πίνδ., διδοῖ ψᾶφον παρ’ αὐτᾶς, (η δρυς) δίνει ψήφο, βγάζει δικαστική απόφαση γι’ αυτήν την ίδια, στον ίδ.,
δ) ψῆφος Ἀθηνᾶς, Calculus Minervae, παροιμ. φράση που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει αθώωση η ψηφοφορία δια ψήφου (ψῆφος) πρέπει να διακρίνεται από την ψηφοφορία δια κυάμου, κλήρου, ο πρώτος τύπος ψυφοφορίας χρησιμοποιούνταν στις δικαστικές δοκιμασίες (στα δικαστήρια), ενώ ο δεύτερος στην εκλογή αρχών,
4. το μέρος όπου γίνεται η ψηφοφορία (όπως το πεσσοί, δηλώνει το μέρος όπου παιζόταν το ομώνυμο παιχνίδι), σε Ευρ.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ψήφος η [psífos]:
• Α) η προσωπική προτίμηση την οποία δηλώνει κάποιος όταν ψηφίζει: Θετική / αρνητική ~. Λευκή ~, που δηλώνει μια ουδέτερη στάση. ~ εμπιστοσύνης / ανοχής. Καταδικαστική / αθωωτική / απαλλακτική ~. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ~ του προέδρου λογαριάζεται διπλή. Δίνω την ψήφο μου σε κπ., τον ψηφίζω. Πόσες ψήφους πήρε;, πόσοι τον ψήφισαν; Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν με την ψήφο τους, τον εξέλεξαν για κάποιο δημόσιο αξίωμα. || Δικαίωμα ψήφου, το έννομο δικαίωμα κάποιου να ψηφίζει, να συμμετέχει σε ψηφοφορία (πρβ. δικαίωμα του εκλέγειν, εκλογικό δικαίωμα): Δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο τα τακτικά μέλη του συλλόγου. || (προφ.) το δικαίωμα ψήφου: Πότε δόθηκε για πρώτη φορά ~ στις γυναίκες; || H θεωρία της χαμένης ψήφου, η άποψη ότι πρέπει κανείς να ψηφίζει αυτόν που έχει δυνατότητα εκλογής και όχι αυτόν που πραγματικά προτιμά.
• Β) το μέσο με το οποίο δηλώνει κάποιος την προτίμησή του, όταν ψηφίζει(πρβ. ψηφοδέλτιο): Έγκυρη / άκυρη ~. Καταμέτρηση / διαλογή ψήφων. Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούσαν για ψήφους όστρακα, κομμάτια από κεραμίδι κτλ. Εκλέχτηκε βουλευτής με χίλιες ψήφους διαφορά. Πού θα ρίξεις την ψήφο σου;, τι ή ποιον θα ψηφίσεις; || (έκφρ.) προς άγραν ψήφων.
ψήφος ο [psífos]:
• η ψήφος, (ψήφος, ο < ψήφος, η μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε –ος)