-
Αρχείο
- Μαΐου 2020
- Απρίλιος 2020
- Μαρτίου 2020
- Σεπτεμβρίου 2019
- Ιουλίου 2019
- Σεπτεμβρίου 2018
- Αύγουστος 2018
- Ιουλίου 2018
- Δεκέμβριος 2017
- Νοέμβριος 2017
- Οκτώβριος 2017
- Φεβρουαρίου 2017
- Ιανουαρίου 2017
- Οκτώβριος 2016
- Σεπτεμβρίου 2016
- Αύγουστος 2016
- Ιουλίου 2016
- Απρίλιος 2016
- Μαρτίου 2016
- Φεβρουαρίου 2016
- Ιανουαρίου 2016
- Δεκέμβριος 2015
- Νοέμβριος 2015
- Σεπτεμβρίου 2015
- Αύγουστος 2015
- Ιουλίου 2015
- Ιουνίου 2015
- Μαΐου 2015
- Απρίλιος 2015
- Μαρτίου 2015
- Φεβρουαρίου 2015
-
Μεταστοιχεία
Tag Archives: words
Ιστορία Λέξεων – ψήφος
ψήφος < αρχαία ελληνική ψῆφος < ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο ψῆφος (psêphos): θηλυκό ουσιαστικό ιωνικού τύπου, δωρικός τύπος: ψᾶφος, αιολικός τύπος: ψᾶφαξ ψῆφος (psêphos) (genitive ψήφου) f, (a) a pebble, small stone, (b) hence, from their use … Συνέχεια
Ιστορία Λέξεων – ἀρραβών
ἀρραβών < πιθανό δάνειο από σημιτική γλώσσα, πρβλ εβραϊκό ‘ērābōn, ή από άλλη γλώσσα της ανατολής. Erabon (ar-aw-bone’): eng. a pledge or guarantee, from arab in the sense of exchange. Αρραβών (masculine noun, a) earnest-money, b) generally, pledge, c) present, … Συνέχεια