Tag Archives: words

Ιστορία Λέξεων – ψήφος

ψήφος < αρχαία ελληνική ψῆφος < ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο ψῆφος (psêphos): θηλυκό ουσιαστικό ιωνικού τύπου, δωρικός τύπος: ψᾶφος, αιολικός τύπος: ψᾶφαξ ψῆφος (psêphos) (genitive ψήφου) f, (a) a pebble, small stone, (b) hence, from their use … Συνέχεια

Posted in Γλώσσα, Ιστορία | Tagged | Σχολιάστε

Ιστορία Λέξεων – ἀρραβών

ἀρραβών < πιθανό δάνειο από σημιτική γλώσσα, πρβλ εβραϊκό ‘ērābōn, ή από άλλη γλώσσα της ανατολής. Erabon (ar-aw-bone’): eng. a pledge or guarantee, from arab in the sense of exchange. Αρραβών (masculine noun, a) earnest-money, b) generally, pledge, c) present, … Συνέχεια

Posted in Γλώσσα, Ιστορία | Tagged | Σχολιάστε