ἀρραβών < πιθανό δάνειο από σημιτική γλώσσα, πρβλ εβραϊκό ‘ērābōn, ή από άλλη γλώσσα της ανατολής.
Erabon (ar-aw-bone’): eng. a pledge or guarantee, from arab in the sense of exchange.
Αρραβών (masculine noun, a) earnest-money, b) generally, pledge, c) present, bribe) is said to be Semitic in origin and to have reach Greece probably through Phoenicians.
H.G. Liddell & R. Scott
ἀρρᾰβών, -ῶνος, ὁ,
• χρηματική προκαταβολή, χρηματική κατάθεση, που καταβάλλεται από τον αγοραστή και κατάσχεται εφόσον η αγορά δεν ολοκληρωθεί (καπάρο), Λατ. arrhabo, arrha, σε Ισαίο, Κ.Δ. (λέξη εβρ.).
Λεξικό Κριαρά
αρραβών ο· αρραβώνας· αρρεβώνας.
• 1
α. Προκαταβολή με την ευκαιρία συμφωνίας: το υπέρπυρον, τό εκράτεις αρραβώνα, κρατείς το εις την κόξαν σου (Πουλολ. 150)
β. πρόγευση (μεταφ.): της … αμοιβής τον αρραβώνα μάς δίδει (ενν. ο αρχιερεύς) με τες ευλογίες των ευλαβών του χειρών (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 471).
• 2
α. Mνηστεία: περί … μνηστείας και αρραβώνος μετά αιρετικού (Bακτ. αρχιερ. 135)·
β. το δακτυλίδι της μνηστείας: Περί αρραβώνος, ότι τον επαίρνουν οπίσω οι γονείς, αν ευρεθεί αιτία χωρίσεως (Bακτ. αρχιερ. 136).
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
αρραβώνας ο [aravónas]:
• 1
α. η επίσημη υπόσχεση που δίνεται αμοιβαία από τους μελλονύμφους για τη σύναψη γάμου και το χρονικό διάστημα μέχρι την τέλεσή του μνηστεία: Διαλύσαμε τον αρραβώνα μας. Ο ~ τους κράτησε τρία χρόνια.
(εκκλ.) η σχετική τελετή, η ακολουθία του αρραβώνα.
(συνήθ. πληθ.) η οικογενειακή γιορτή στην οποία γίνεται η ανταλλαγή δαχτυλιδιών μεταξύ των μελλονύμφων: Σας καλούμε στους αρραβώνες μας.
β. απλό, συνήθ. χρυσό δαχτυλίδι που ανταλλάσσουν οι μελλόνυμφοι και που συμβολίζει την υπόσχεση γάμου που έδωσαν βέρα: Πέρασαν τους αρραβώνες, αρραβωνιάστηκαν.
• 2
χρηματικό ποσό που δίνεται από τον αγοραστή ως προκαταβολή, ως εγγύηση σε μια αγοραπωλησία καπάρο: Έδωσα αρραβώνα για το σπίτι.