Η ρομαντική περίοδος στη μουσική, η οποία ακολούθησε την κλασικιστική δεν απετέλεσε μία ριζική τομή αλλά συνέχειά της, δεδομένου ότι ο Ludwig van Beethoven (1770 – 1827) ήταν το πρότυπο όλων των μουσικών του 19ου αιώνα. Μολαταύτα η μουσική συνέβαλε στη διάδοση του κινήματος του ρομαντισμού, διότι μέσω αυτής εκφράζονταν καλύτερα τα συναισθήματα και ως εκ τούτου η μουσική δημιουργία και η ενασχόληση του κοινού με αυτή διευρύνθηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα. Την περίοδο του ρομαντισμού τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της μουσικής δημιουργίας ήταν η παραγωγή ορχηστρικής μουσικής και ειδικότερα η συμφωνία, η προσέγγισή της με την ποίηση και τη λογοτεχνία, η έρευνα μουσικών έργων του παρελθόντος, ο αυτοσχεδιασμός του καλλιτέχνη και η διαίρεση της μουσικής παραγωγής σε σοβαρή και ελαφρότερη ανάλογα το κοινό.Επιπρόσθετα, η βελτίωση των μουσικών οργάνων και ειδικότερα του πιάνου αλλά και των πνευστών, συνέβαλε στη δημιουργία έργων τεχνικώς δυσκολότερων και στην απόδοση μεγαλύτερης εκφραστικότητας από δεξιοτέχνες όπως ήταν ο Niccolò Paganini (1782 – 1840) και ο Franz Liszt (1811 – 1886).
Την περίοδο του ρομαντισμού υπήρξαν αντιθέσεις μεταξύ των μουσικών δημιουργών, αναφορικά με τη συμφωνική μουσική, για το εάν θα πρέπει να συσχετίζεται με έξω-μουσικά στοιχεία ή όχι. Από τη μία είχαμε την απόλυτη μουσική συμφωνία, η οποία στηριζόταν αποκλειστικά στα ορχηστρικά σύνολα και πρότυπα της ήταν έργα του παρελθόντος, όπως του Beethoven και του Wolfgang Amadeus Mozart (1756 – 1791), με κύριους εκπροσώπους τον Felix Mendelssohn (1809 – 1847) και τον Johannes Brahms (1833 – 1897). Από την άλλη ήταν η προγραμματική μουσική του Hector Berlioz (1803 – 1869) του Wilhelm Richard Wagner (1813 – 1883) και του Liszt.Η προγραμματική μουσική ήταν οργανική μουσική με επιρροές από την ποίηση ή από ένα λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο ο συνθέτης επένδυε μουσικά δημιουργώντας την ανάλογη ατμόσφαιρα και την αντίστοιχη διάθεση στο κοινό. Ακολουθούσε τη δομή του κειμένου και ενσωμάτωνε στη μουσική σύνθεση τους χαρακτήρες ή και γεγονότα του λογοτεχνικού έργου, ενώ αντιστοίχιζε τα κίνητρα των πράξεων τους, τις εκφράσεις τους ή τις διαθέσεις τους με συγκεκριμένα συμβολικά μουσικά μοτίβα.
O Franz Liszt γεννήθηκε στην Ουγγαρία και αρχικά ξεχώρισε ως δεξιοτέχνης του πιάνου πραγματοποιώντας περιοδείες ανά την Ευρώπη, κατά τη διάρκεια των οποίων ήρθε σε επαφή με μεγάλους μουσικούς καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Όταν εγκαταστάθηκε στη γερμανική πόλη της Weimar ασχολήθηκε εκτενέστερα με τη μουσική σύνθεση επινοώντας στα πλαίσια της προγραμματικής μουσικής το συμφωνικό ποίημα, το οποίο αποτελούσε μία ορχηστρική σύνθεση του οποίου το θέμα βασιζόταν στη λογοτεχνία.
Πέραν των συμφωνικών ποιημάτων ο Liszt συνέθεσε και προγραμματικές συμφωνίες, μεταξύ των οποίων ήταν η «Eine Faust Symphonie». Τη συμφωνία αυτή, την οποία εμπνεύστηκε από το κλασσικό έργο του Johann Wolfgang von Goethe (1749 – 1832), «Faust. Eine Tragödie», τη συνέθεσε στην πόλη Weimar, μία πόλη που σχετιζόταν με τον Goethe, αλλά δεν ακολούθησε πιστά την ιστορία του. Το υπόψη έργο ήταν ευρύτατα γνωστό στο κοινό στα μέσα του 19ου αιώνα και ο Liszt καταπιάστηκε με αυτό για πολλά χρόνια. Από πολλούς θεωρείται ότι ο κεντρικός ήρωας της συμφωνίας παρομοιάζεται με την προσωπικότητα του ιδίου ως ένας επιτυχημένος βιρτουόζος αλλά και ως ένας απομονωμένος καλλιτέχνης με αποτυχίες στην προσωπική του ζωή.
Η συγκεκριμένη συμφωνία απετέλεσε μία επιτομή της ιδιοφυίας του Liszt αφού διέθετε πολλά νέα τεχνικά στοιχεία και επίσης, μέσω συμβολισμών στη μουσική, κατάφερε να εκφράσει το υλικό της προγραμματικής μουσικής. Η πρώτη της παρουσίαση πραγματοποιήθηκε το 1857 στη Weimar, ενώ αργότερα, το 1861, προστέθηκε στο τέλος ένα επιπλέον πιο εκτεταμένο ορχηστρικό σύνολο. Η συμφωνία αποτελείται από τρία μέρη, και όχι από το σύνηθες που ήταν τέσσερα, κάθε ένα εκ των οποίων αναπαριστά ένα χαρακτήρα. Το πρώτο μέρος εξερευνά το χαρακτήρα του Faust, ενός απογοητευμένου από τη ζωή ακαδημαϊκού που αναζητά, πουλώντας την ψυχή του στο διάβολο, δύναμη, γνώση και αθανασία. Το δεύτερο μέρος αφορά τη Gretchen, το αθώο κορίτσι και το τρίτο τον Mephistopheles, το μεσάζοντα που προσπαθεί να τον διαφθείρει. Η συμφωνία είχε τη μορφή σονάτας που όμως οι πράξεις μεταξύ τους δεν ήταν ευδιάκριτες. Στην πρώτη πράξη οι μουσικές μελωδίες αναπαριστούν τα αισθήματα του Faust όπως αγάπη και πάθος, αλλά και τα βάσανα και την απόγνωσή του. Στη δεύτερη η μουσική ήταν απαλή τονίζοντας την αθωότητα της Gretchen, ενώ στη τρίτη παρωδεί τον Mephistopheles με μία παραλλαγή των μουσικών θεμάτων του Faust. Τελικά η αγάπη του Faust για τη Gretchen τον λυτρώνει και τον οδηγεί στον παράδεισο.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
J. Machlis, K. Forney, Η απόλαυση της Μουσικής, Αθήνα, εκδ. Fagotto, 1996.
Rose I. Wesley, The Real Father Of Modern Music: Death And The Diabolical In The Music Of Franz Liszt, in Proceedings of The National Conference On Undergraduate Research (NCUR) 2013 University of Wisconsin La Crosse, WI, 2013.
I. Chrissochoidis, Eine Faust-Symphonie and Lawrence Kramer’s reading of the ‘Gretchen’ movement, Journal of the American Liszt Society, Vol. 50, Aut. 2001, σελ. 9-10.
Rose I. Wesley, The Real Father Of Modern Music: Death And The Diabolical In The Music Of Franz Liszt, in Proceedings of The National Conference On Undergraduate Research (NCUR) 2013 University of Wisconsin La Crosse, WI, 2013, σελ. 908.