Ποσοτική Γεωγραφία – Quantitative Revolution in Geography

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις δυτικές κοινωνίες ήταν διάχυτο το πνεύμα της ανασυγκρότησης. Οι καταστροφές που είχαν επέλθει από τις πολεμικές συρράξεις ήταν σημαντικές και πρωτεύοντα ρόλο στις πολιτικές των δυτικών κυβερνήσεων της Ευρώπης είχε η παλινόρθωση της κοινωνικής ευημερίας και η ανασυγκρότηση των οικονομιών. Στα πλαίσια αυτού του μεταπολεμικού σχεδιασμού οι προσπάθειες ανασύνταξης επικουρήθηκαν από τις επικρατούσες οικονομικές και κοινωνικές θεωρίες καθώς επίσης και από τις πρόσφατες επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Κυρίαρχο μέλημα των εφαρμοζόμενων πολιτικών ήταν η βέλτιστη βιομηχανική χωροθέτηση, ώστε η οικονομία να αναπτυχθεί τάχιστα, καθώς και η πρότυπη αστική και περιφερειακή ανάπτυξη ώστε να επανέλθει η κοινωνική ευημερία.

Ήδη από τον 19ο αιώνα η επιστήμη της Ανθρωπογεωγραφίας έθεσε θέματα χωροθέτησης, δηλαδή την ανάλυση των φαινομένων στο χώρο που δημιουργήθηκαν από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ειδικότερα τα θέματα αυτά επεξεργάστηκε η γερμανική σχολή χωροθέτησης η οποία απετέλεσε μια πρωτοπόρα σχολή που επηρέασε τους γεωγράφους από το τέλος του 19ου αιώνα έως και την πρώτη δεκαετία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η σχολή αυτή μελέτησε την αλληλεπίδραση και την εξάρτηση ανάμεσα στις ανθρώπινες δραστηριότητες και το γεωγραφικό χώρο χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο γεωμετρικές τεχνικές . Οι χωροθετήσεις των ανθρώπινων οικονομικών δραστηριοτήτων, κινητές ή σταθερές, όπως για παράδειγμα μια πόλη ή μια βιομηχανία ή κάποια μετακίνηση μελετήθηκαν από τη γερμανική σχολή με κυρίαρχα κριτήρια τις αποστάσεις και τις μετακινήσεις ελάχιστης δράσης.  Τα κριτήρια αυτά εγκαινίασαν την Ποσοτική Γεωγραφία.

Η Ποσοτική Γεωγραφία ή όπως ονομάζεται αλλιώς «χωρική επιστήμη» απετέλεσε την εξέλιξη της Γερμανικής σχολής και οριοθέτησε την αλλαγή «Παραδείγματος» στην επιστήμη της Ανθρωπογεωγραφίας σύμφωνα με τους γεωγράφους. Ο Thomas Kuhn (1922 – 1996) δημοσίευσε το 1962 το βιβλίο του «Η δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» με το οποίο επηρέασε την επιστημολογία κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Η έννοια του «Παραδείγματος» που εισήγαγε στο σύγγραμμα αυτό συμπεριελάμβανε τους νόμους τις θεωρίες και τις μεθόδους που υιοθετούνταν από μια επιστημονική κοινότητα για τη διερεύνηση του επιστημονικού πεδίου με το οποίο απασχολείτο. Κάθε φορά που εμφανιζόταν αλλαγή «Παραδείγματος», τότε θεωρούταν ότι είχε επιτευχθεί μια επανάσταση με την οποία υιοθετούνταν νέες θεωρίες και τεχνικές που αντικαθιστούσαν τις απερχόμενες οι οποίες θεωρείτο ότι ήταν σε κρίση. Με βάση τη διαδικασία αυτή η επιστημονική κοινότητα των Γεωγράφων θεώρησε ότι η μετάβαση από την επικρατούσα στις αρχές του 20ου αιώνα Περιφερειακή Γεωγραφία στην μεταπολεμική Ποσοτική Γεωγραφία αποτέλεσε μια αλλαγή «Παραδείγματος» δηλαδή μια επιστημονική επανάσταση στον κλάδο της Γεωγραφίας.

Η ποσοτική επανάσταση στη Γεωγραφία ξεκίνησε στις ΗΠΑ και έπειτα επεκτάθηκε στην Ευρώπη και ειδικότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για να πραγματοποιηθεί, στηρίχθηκε αφενός μεν στις σκέψεις της Γερμανικής σχολής  χωροθέτησης, αφετέρου δε επικουρήθηκε σημαντικά από τις επικρατούσες κοινωνικό/οικονομικές πολιτικές και επιστημονικές – τεχνολογικές εξελίξεις μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κρίση που προϋπέθετε την αλλαγή του «Παραδείγματος» στην προκειμένη περίπτωση δεν αφορούσε τις θεωρίες της Περιφερειακής Γεωγραφίας αλλά τις καταστροφές που είχαν επέλθει στις δυτικές κοινωνίες από τον πόλεμο. Η άμεση ανασυγκρότηση που ήταν το ζητούμενο των δυτικών κοινωνιών σε συνάρτηση αφενός μεν με τις επικρατούσες οικονομικές έννοιες συγκρότησης και οργάνωσης της βιομηχανικής παραγωγής, αφετέρου δε με τις νέες μορφές οργάνωσης των κοινωνιών και του τρόπου εργασίας  των ανθρώπων είχε ως αποτέλεσμα να εφαρμοστούν νέα μοντέλα στην χωροθέτηση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Ως εκ τούτου η χωρική οργάνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων εντός του αστικού χώρου ή εντός των συνόρων μιας χώρας όφειλε να αποφασίζεται αποκλειστικά με ορθολογικά κριτήρια και γνώμονα τη βέλτιστη ωφελιμότητα που είχε να κάνει με τη μεγιστοποίηση του κέρδους και τη μείωση του κόστους μεταφοράς .

Η ποσοτική προσέγγιση της νέας Γεωγραφίας είχε ως εργαλεία της, τις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις αφού, για να επιτύχει τα ζητούμενα αποτελέσματα, χρειαζόταν  να επεξεργαστεί στατιστικά δεδομένα τα οποία παρουσίαζε με τη μορφή χαρτών, γραφημάτων και μαθηματικών εξισώσεων. Ο χώρος πλέον αποκτούσε γεωμετρική διάσταση και η κατανομή των σημείων εντός του προσδιόριζαν τα σημεία ενδιαφέροντος από τα οποία εξάγονταν συμπεράσματα.

Για να αποκτήσει όμως η ποσοτική προσέγγιση επιστημονικότητα και οι ισχυρισμοί που προέκυπταν από τις μαθηματικές αναλύσεις ορθολογικότητα έπρεπε να ακολουθηθεί μια επιστημονική μεθοδολογία.  Το μεθοδολογικό υπόβαθρο με το οποίο συνδέθηκε η ποσοτική επανάσταση ήταν αυτό του κυριάρχου επιστημολογικού ρεύματος της εποχής του Λογικού Θετικισμού . Ο Λογικός Θετικισμός εγκαινιάστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με τους φιλοσόφους που απάρτιζαν τον «κύκλο της Βιέννης» και αποτελούσε μια μετεξέλιξη του θετικισμού των αρχών του 19ου αιώνα. Βασική του ιδέα ήταν ότι τα εμπειρικά δεδομένα που προέρχονται από την παρατήρηση και την πειραματική μέθοδο αποτελούν το θεμέλιο της επιστημονικής γνώσης και εάν υποβληθούν σε μαθηματική ανάλυση και επαλήθευση, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε σε έγκυρη επιστημονική γνώση. Ως εκ τούτου η ποσοτική Γεωγραφία υιοθέτησε για την εξαγωγή των συμπερασμάτων της την επαγωγική μέθοδο, την προσφυγή σε μετρήσιμα εμπειρικά φαινόμενα και ενώ πλέον αυτή προσδιορίσθηκε ως μια φυσική επιστήμη. Με τον τρόπο αυτό προσπαθήθηκε μια γενίκευση των παρατηρήσεων και η δημιουργία καθολικών νόμων αναφορικά με την χωρική οργάνωση.

Η αποδοχή των θετικιστικών ιδεών από τη Γεωγραφία αποτέλεσε ένα νέο «Παράδειγμα» σύμφωνα με την επιστημολογία του Kuhn αφού υιοθετήθηκε η αναζήτηση νόμων γενικής ισχύος αναφορικά με τις χωρικές αναλύσεις και κατανομές των γεωγραφικών φαινομένων. Η ανάλυση των γεωγραφικών φαινομένων, όπως για παράδειγμα η ανάπτυξη ενός οικισμού ή ένα συγκοινωνιακό δίκτυο, επικεντρώθηκε στην ορθολογική περιγραφή τους με γνώμονα σημειακές αποστάσεις ή ροές μέσω της οποίας εξάγονταν  συσχετισμοί με τη χρήση στατιστικό/μαθηματικών και γεωμετρικών  μοντέλων .

Αναλυτικότερα η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στη νέα θετικιστική Γεωγραφία είχε να κάνει με την αναζήτηση καθολικών αιτιοτήτων. Μέσω του επαγωγικού συλλογισμού και με την στατιστικό/μαθηματική ανάλυση προσπάθησε να εξάγει συμπεράσματα. Ως εκ τούτου βασιζόταν σε χωρικά  δεδομένα τα οποία προέκυπταν από εμπειρικές παρατηρήσεις και μπορούσαν να ποσοτικοποιηθούν και να μετρηθούν. Με τον τρόπο αυτό διατυπώνονταν γενικοί κανόνες σχετικά με τις χωρικές κατανομές οι οποίοι είχαν οικουμενική ισχύ δεδομένου ότι δεν επηρεάζονταν από τοπικές ιδιομορφίες.

Η μεθοδολογία αυτή βασίσθηκε στην επιστημονικότητα παρέχοντας πληροφορίες για τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στο χώρο, δηλαδή τις χωρικές οντότητες, χωρίς να υπεισέρχονται  στις αναλύσεις αυτές υποκειμενικά στοιχεία, αξίες ή πεποιθήσεις. Με τον τρόπο αυτό η Ανθρωπογεωγραφία κατευθύνθηκε προς το πεδίο των φυσικών επιστημών με άμεση συνέπεια να μη δίνεται επαρκής προσοχή σε κοινωνικά ζητήματα.

Μια άλλη παράμετρος που αναδύθηκε από την επιστημονικότητα της Ανθρωπογεωγραφίας ήταν η εμφάνιση επιμέρους ειδικοτήτων οι οποίες αφορούσαν συγκριμένα πεδία τα οποία δεν επιδέχονταν επικαλύψεις. Από τη δεύτερη μεταπολεμική δεκαετία δημιουργήθηκαν υποδιαιρέσεις της επιστήμης της Ανθρωπογεωγραφίας, οι οποίες είχαν το δικό τους αποκλειστικό υπόβαθρο, όπως η οικονομική, η κοινωνική η πολιτισμική γεωγραφία. Αυτή η πρακτική της διάσπασης της Γεωγραφικής επιστήμης σε επιμέρους εξειδικευμένους γεωγραφικούς τομείς οφειλόταν στις αρχές του θετικισμού στα πλαίσια του οποίου έπρεπε να ακολουθείται αφαιρετική τακτική για την εξαγωγή έγκυρων αποτελεσμάτων στα σύνθετα θέματα και ο κάθε επιστημονικός τομέας να επεξεργάζεται τα στοιχεία με τη δική του οπτική αποκομμένος από τους άλλους τομείς.

Η πρακτική αυτή εισήγαγε στην επιστήμη της Γεωγραφίας την έννοια της πολυεπιστημονικότητας. Σύμφωνα με την έννοια αυτή η εξειδίκευση ήταν κυρίαρχος παράγοντας όπου κάθε επιμέρους τομέας ανέλυε τα γεωγραφικά φαινόμενα της Ανθρωπογεωγραφίας χρησιμοποιώντας τη δική του οπτική . Η πολυεπιστημονικότητα έρχεται σε αντίθεση με την διεπιστημονικότητα που πρέσβευε η περιφερειακή σχολή και αφενός μεν  περιχαράκωνε την γνώση και καθιστούσε αδύνατη την ανάλυση σύνθετων φαινομένων, αφετέρου δε όμως δημιουργήθηκαν επιστημονικοί τομείς στους οποίους πραγματοποιήθηκε σημαντική εμβάθυνση γνώσεων.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Αγγελίδης, Μ., Χωροταξικός σχεδιασμός και βιώσιμη ανάπτυξη. Αθήνα, Συμμετρία, 2000.

Κουρλιούρος, Η.,  Διαδρομές στις θεωρίες του χώρου. Αθήνα, Προπομπός, 2011

Λεοντίδου, Λ., Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στους Επιστημολογικούς Αναστοχασμούς της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας. Αθήνα: Προπομπός, 2011.

Knox, P. & Pinch, S., Κοινωνική Γεωγραφία των πόλεων. Επιμ. Θ. Μαλούτας. Αθήνα: Σαββάλας, 2009.

This entry was posted in Γεωγραφία and tagged , . Bookmark the permalink.