Στο τέλος του 19ου αιώνα τα Ευρωπαϊκά εθνικά κράτη επιδίδονταν σε κούρσα ανταγωνισμού. Αφενός μεν υπήρχε αποικιακός ανταγωνισμός με την επιδίωξη διεύρυνσης των εμπορικών οδών προς την μητρόπολή και αφετέρου δε ιμπεριαλιστικές τάσεις του ενός έναντι του άλλου. Η Γεωγραφία ως νεόκοπή επιστήμη και ειδικότερα ο κλάδος της Πολιτικής Γεωγραφίας αποτέλεσε εργαλείο για αυτές τους τις βλέψεις. Η Πολιτική Γεωγραφία ή αλλιώς γεωπολιτική αποτέλεσε έναν κλάδο που συνέδεε τις πολιτικές και τα συμφέροντα κάθε κράτους στη διεθνή σκηνή με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά ενός τόπου. Επιπρόσθετα αποδείχθηκε σημαντικό εργαλείο λήψης αποφάσεων των αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της εποχής του τέλους του 19ου και του μεσοπολέμου.
Οι απόψεις του Άγγλου φιλοσόφου Herbert Spencer (1820- 1903) περί κοινωνικού Δαρβινισμού αφομοιώθηκαν από τη γεωγραφική σχολή του περιβαλλοντικού ντετερμινισμού με αποτέλεσμα ο Friedrich Ratzel στο τέλος του 19ου αιώνα να διατύπωσει τη θεωρία του περί «ζωτικού χώρου». Η θεωρία αυτή ταύτιζε το χώρο, δηλαδή μια χωρική οντότητα, με τη ζωή δεδομένου ότι ως ζωτικός χώρος θεωρούνταν η χωρική επέκταση που όφειλε να επιχειρεί κάθε κράτος ώστε αυτό να καθίσταται ισχυρό και βιώσιμο. Οι απόψεις αυτές βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην εδραίωση της γεωπολιτικής στρατηγικής του ναζιστικού καθεστώτος κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου . Συναφών αντιλήψεων ήταν και οι γεωπολιτικές απόψεις Άγγλων γεωγράφων όπως ήταν ο Sir Halford John Mackinder (1861 – 1947). Αυτοί με τη σειρά τους προσπάθησαν να συλλάβουν πως συνδέονται οι διεθνείς σχέσεις με τις χωρικές οντότητες. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Mackinder διατύπωσε την έννοια του «Heartland» υποστηρίζοντας ότι όποιος είχε υπό την επιρροή του την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου θα ήταν ο κυρίαρχος της διεθνούς σκηνής. Οι απόψεις του αυτές δεν είχαν την ίδια σε σχέση με τις απόψεις του Ratzel απήχηση στη διεθνή σκηνή .
Η ανάπτυξη της Γεωγραφίας ανά τους αιώνες ακολούθησε την πορεία και των υπόλοιπων επιστημών. Οι αντιλήψεις που είχαν οι αρχαίοι πολιτισμοί περί γεωγραφικών εννοιών όπως το φυσικό περιβάλλον, ο χώρος και η τοποθεσία διέφεραν από τις σύγχρονες ερμηνείες. Η τοποθεσία για τις πρώτες κοινότητες είχε σημασία μόνο ως προς το φυσικό περιβάλλον δηλαδή τα μέσα επιβίωσης και προστασίας που τους παρείχε, ενώ επιπλέον ο χώρος ως οντότητα δεν εκτείνονταν πέραν της ευρύτερης περιοχής διαβίωσης τους. Οι εξερευνήσεις πάντοτε έδιναν ώθηση στην ενασχόληση με τη Γεωγραφία. Αρχικά ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός ασολήθηκε με ερμηνείες σε θέματα σχετιζόμενα με γεωγραφικά στοιχεία όπως του τόπου και του χώρου, όμως και πάλι πολλές εξ αυτών υπόκεινται σε μυθοπλασίες και σε φιλοσοφικές αναζητήσεις, ενώ κατόπιν με τους γεωγράφους της ελληνιστικής περιόδου η Γεωγραφία απέκτησε κυρίως έναν περιγραφικό ρόλο.
Συστηματική μελέτη των γεωγραφικών όρων έχουμε στις αρχές του 19ου αιώνα. Το διάχυτο αίσθημα της προόδου η έξαρση των εθνικιστικών κινημάτων, οι κριτικές αναζητήσεις και η οριοθέτηση των πεδίων εφαρμογής κάθε επιστημονικού κλάδου αφυπνίζουν την επιστήμη της Γεωγραφίας. Με την διαμόρφωση εθνικής συνείδησης και τη δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών έχουμε τα πρώτα σαφή σύνορά με αποτέλεσμα να καθορίζονται οι έννοιες τόπος και χώρος. Η πρώτη μορφή συνόρων στον ευρωπαϊκό χώρο ήταν αυτή των τειχών των πόλεων-κράτών αλλά αφενός μεν δεν ήταν σαφώς διακεκριμένα και αφετέρου δεν ταυτίζονταν με τη σύγχρονη ερμηνεία του κράτους και της διοικητικής κυριαρχίας . Επιπρόσθετα δόθηκε νέα ερμηνεία για το φυσικό περιβάλλον και για τον χώρο ως μοναδικοί παράγοντες για την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Μέχρι τον μεσοπόλεμο οι απόψεις αυτές θεωρήθηκαν παρωχημένες αλλά σε κάθε περίπτωση στόχευαν στη διερεύνηση των επιδράσεων του φυσικού περιβάλλοντος στην ανθρώπινη δραστηριότητα και εξέλιξη.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο έντονου αποικιακού ανταγωνισμού των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, τα εθνικά κράτη χρησιμοποίησαν τον επιστημονικό κλάδο της Γεωγραφίας ως μέσο δικαιολόγησης αρχικά για τις αποικιοκρατικές και έπειτα για τις επεκτατικές τους βλέψεις. Ο κλάδος της Πολιτικής Γεωγραφίας αποτέλεσε το κυριότερο εργαλείο. Αφενός μεν θεωρήθηκε ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός υπερτερούσε έναντι των άλλων και γεγονός που ώθησε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις Ηνωμένες Πολιτείες να μοιράσουν τον κόσμο και να κυριαρχήσουν έναντι άλλων πολιτισμών και λαών, αφετέρου δε το κράτος παρομοιάστηκε ως μια έμβια οντότητα που χρειαζόταν χώρο για την επέκταση του ώστε να παραμείνει ισχυρό και ζωντανό. Αυτές οι απόψεις προκάλεσαν αλυσιδωτές αψιμαχίες με επιστέγασμα τους το ξέσπασμα των δυο παγκόσμιων πολέμων.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Λεοντίδου, Λ. Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στους Επιστημολογικούς Αναστοχασμούς της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας.