Πρώτες Σχολές Γεωγραφίας – First major phases of Geography

Στις αρχές του 19ου αιώνα η Ευρώπη βρισκόταν σε διαβουλεύσεις. Ο Ναπολέων είχε ηττηθεί και στο Συνέδριο της Βιέννης (1815) το παλαιό καθεστώς «ancient regime» προσπαθούσε να παραμείνει κραταιό ώστε να συνεχίσει να ρυθμίζει τις καταστάσεις στον Ευρωπαϊκό χώρο. Ωστόσο οι εξελίξεις κατά την διάρκεια του αιώνα αυτού ήταν ραγδαίες και η έννοια της προόδου και αλλαγής ήταν διάχυτη σε όλους τους τομείς της ζωής. Στην Ευρώπη σταδιακά ξεσπούν φιλελεύθερα και εθνικιστικά κινήματα, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη δημιουργία των σύγχρονων εθνικών κρατών, όπως της Γερμανίας και της Ιταλίας, ενώ παράλληλα κατακερματίστηκαν  αυτοκρατορίες όπως η Αυστροουγγρική και η Οθωμανική. Επιπλέον η βιομηχανική επανάσταση επεκτάθηκε σε όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο ενώ και οι επιστήμες τόσο οι κοινωνικές όσο και οι θετικές πέρασαν σε περίοδο ραγδαίας ανάπτυξης.  Μέσα σε αυτό το κλίμα η Γεωγραφία ξέφυγε από τα στενά πλαίσια της χαρτογραφίας και αναδείχθηκε σε μια Ακαδημαϊκή επιστήμη.

Οι αρχαίοι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν πλησιέστερα στο φυσικό περιβάλλον και το κατανοούσαν με διαφορετικό τρόπο από ότι ο Ευρωπαίος του 19ου αιώνα. Η τοποθεσία εγκατάστασης ενός λαού είχε να κάνει κυρίως με την εκπλήρωση των βασικών αναγκών επιβίωσης, το νερό, το κλίμα, την προστασία από τους εχθρούς και επίσης τη δυνατότητα καλλιέργειας της γης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσαν οι πολιτισμοί στη Μεσοποταμία και ο πολιτισμός των Αιγυπτίων. Επιπρόσθετα σε άλλους πολιτισμούς όπως της Κίνας και της κεντρικής Αμερικής, πέραν από τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς κατά την ανάπτυξη τους σε έναν τόπο, σημαντικό ρόλο έπαιζαν και οι αστρονομικές παρατηρήσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως ο τόπος για τους αρχαίους αυτούς λαούς αποτελούσε ένα μέρος του ευρύτερου τους χώρου και η χωροταξία του τόπου είχε έντονα στοιχεία από την παρατήρηση του σύμπαντος.

Η ενασχόληση με το φυσικό περιβάλλον και τον κόσμο ευρύτερα ξεκίνησε πιο επισταμένα στον Ελληνικό χώρο αρχικά στα παράλια του Αιγαίου με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους και κατόπιν στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου από Έλληνες πανεπιστήμονες. Η ενασχόληση αυτή αφορούσε γεωγραφικά στοιχεία, αλλά η ερμηνεία τους περνούσε πάντοτε μέσα από το πρίσμα της φιλοσοφίας . Οι Έλληνες φιλόσοφοι και γεωγράφοι επεξεργάστηκαν σκέψεις για τον κόσμο όπως ήταν το ηλιοκεντρικό και γεωκεντρικό σύστημα του σύμπαντος, ενώ επιπλέον υποστήριξαν την σφαιρικότητα της γης και προσδιόρισαν την περίμετρο της . Επιπρόσθετα υπήρξαν πολλοί που ταξίδευαν στον τότε γνωστό κόσμο πραγματοποιώντας χαρτογραφήσεις και συλλέγοντας στοιχεία του κάθε τόπου, τονίζοντας τις πολιτιστικές διαφοροποιήσεις των κοινωνιών αυτών. Η μελέτη της φύσης είχε και αυτή φιλοσοφική αναζήτηση αφού θεωρούσαν ότι τα στοιχεία που την απαρτίζουν ήταν τέσσερα, η γη, ο αέρας, το νερό και η φωτιά, τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ενώ ο Αριστοτέλης στη θεωρία του περί της τοπικής κίνησης ταύτισε τη φύση με τη μεταβολή.

Την περίοδο του Μεσαίωνα και μέχρι τις ανακαλύψεις του 15ου αιώνα οι εξελίξεις στον χώρο της Γεωγραφίας δεν ήταν σημαντικές. Η πρώτη περίοδος της αποικιοκρατίας διεύρυνε τις χαρτογραφικές αναπαραστάσεις αλλά έπρεπε να περάσει ο 18ος αιώνας ώστε να συστηματοποιηθεί η μελέτη των γεωγραφικών εννοιών .

Ο φιλόσοφος Immanuel Kant (1724 – 1804) ήταν ο πρώτος που αναβάθμισε τη Γεωγραφία προσδίδοντας της κύρος αφού τη δίδαξε ως αυτόνομο επιστημονικό κλάδο στο πανεπιστήμιο του Königsberg . Κατόπιν στις αρχές του 19ου αιώνα ιδρύονται οι πρώτες Ευρωπαϊκές Γεωγραφικές εταιρείες στο Παρίσι, το Βερολίνο, και το Λονδίνο που είχαν ως σκοπό τη χρηματοδότηση εξερευνήσεων για την ανακάλυψη ξένων χωρών και αποικιών. Επιστημονική όμως θεμελίωση η Γεωγραφία απέκτησε με τους Γερμανούς Carl Ritter (1779 -1859) και Alexander von Humboldt  (1769 – 1859), οι οποίοι στα πλαίσια της κλασσικής Γεωγραφίας ανέπτυξαν τη θεωρία περί περιβαλλοντικού ντετερμινισμού. Αυτοί υποστήριξαν ότι η φύση και κατ’ επέκταση το φυσικό περιβάλλον ενός συγκεκριμένου χώρου έπαιζε σημαντικό ρόλο, αν όχι τον μοναδικό, στον καθορισμό των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που διαδραματίζονταν εντός αυτού .

Η θεώρηση αυτή του περιβαλλοντικού ντετερμινισμού ενισχύθηκε κατόπιν με την έκδοση του έργου του Charles Darwin (1809 – 1882), Η προέλευση των ειδών. Κύριος εκπρόσωπος του συγκερασμού των απόψεων του Darwin με τον περιβαλλοντικό ντετερμινισμό ήταν ο Γερμανός Friedrich Ratzel (1844 – 1904) ο οποίος προσπάθησε να θέσει επιστημονικά τεκμηριωμένους γενικούς κανόνες στο έργο του Ανθρωπογεωγραφία. Υποστήριξε ότι οι φυσικές συνθήκες ενός χώρου, όπως το κλίμα, οι πρώτες ύλες, το έδαφος διαμόρφωναν, πέραν της ανθρώπινης ατομικής συμπεριφοράς και δραστηριότητας, την οργάνωση και εξέλιξη της κοινωνίας. Επίσης ο ανθρώπινος παράγοντας δε διαδραμάτιζε σχεδόν κανένα ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων αυτών και αναγκαστικά οι άνθρωποι προσαρμόζονταν στο υφιστάμενο φυσικό περιβάλλον .

Κριτικές απέναντι στον περιβαλλοντικό ντετερμινισμό ασκήθηκαν  από τη Γαλλική σχολή Γεωγραφίας η οποία ονομάστηκε Περιφερειακή Γεωγραφία. Κύριος εκπρόσωπος της ήταν ο Γάλλος Γεωγράφος Paul Vidal de la Blache (1845 – 1918) και υποστήριξε ότι ο ανθρώπινος παράγοντας λάμβανε μέρος στη διαμόρφωση του χώρου του. Η εν λόγω σχολή ονομαζόταν και πιθανοκρατία σε αντιδιαστολή με τις θεωρήσεις της ντετερμινιστικής άποψης, διότι στις σχέσεις αλληλεπίδρασης μεταξύ του ανθρώπινου παράγοντα και του φυσικού περιβάλλοντος υπάρχουν «…μόνο πιθανότητες και όχι αναγκαιότητες…» . Η σχολή αυτή πρέσβευε ότι μεταξύ του άνθρωπου, δηλαδή το πώς δρα και εξελίσσεται αυτός και του φυσικού περιβάλλοντος δηλαδή μιας συγκεκριμένης χωρικής οντότητας, υπήρχαν σχέσεις αλληλεπίδρασης από μια πλειάδα παραμέτρων. Ως εκ τούτου ο χώρος και ειδικότερα ένας τόπος εξεταζόταν ως μια μοναδική και ιδιαίτερη περίπτωση στην οποία λαμβάνονταν υπόψη, πέραν του φυσικού περιβάλλοντος, και οι ιδιαίτερες οικονομικές κοινωνικές και πολιτικές παραμέτροι που απέρρεαν από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Για το λόγο αυτό η σχολή αυτή ονομάστηκε Περιφερειακή αφού εξέταζε τον κάθε τόπο ξεχωριστά ενώ ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο της ήταν η ιστορία μέσω της οποίας συνέλεγε στοιχεία για τη διαχρονική εξέλιξη του τόπου αυτού .

Μια ενδιάμεση σκέψη που άσκησε κριτική στις δυο προηγούμενες θεωρήσεις περί της Γεωγραφίας ήταν η λεγόμενη αναρχική σχολή με κύριο εκπρόσωπο τον αναρχικό του κομμουνισμού Pyotr Alexeyevich Kropotkin (1842 – 1921).  Από τη μια μεριά εναντιωνόταν στην ντετερμινιστική άποψη και από την άλλη θεωρούσε ότι η περιφερειακή γεωγραφία δε μπορούσε να εξηγήσει τα Γεωγραφικά φαινόμενα της σύγχρονης τους εποχής. Πίστευαν ότι ο κλάδος της Γεωγραφίας ως μια σύγχρονη επιστήμη όφειλε να συνδυάζει και συνάμα να δέχεται στοιχεία από τις λεγόμενες φυσικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Ως εκ τούτου για να γίνει εφικτή η ανάλυση της διάδρασης μεταξύ του ανθρώπινου παράγοντα και του φυσικού περιβάλλοντος  και επιπλέον να εξηγηθούν τα Γεωγραφικά φαινόμενα και γεγονότα θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως ήταν οι κοινωνικές συμπεριφορές, οι σχέσεις μεταξύ των τάξεων καθώς επίσης και το ιμπεριαλιστικό φαινόμενο  και η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Λεοντίδου, Λ. Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στους Επιστημολογικούς Αναστοχασμούς της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας.

This entry was posted in Γεωγραφία and tagged , , . Bookmark the permalink.