Ο Alexis de Tocqueville (1805 – 1859) ήταν Γάλλος ιστορικός και πολιτικός φιλόσοφος ο οποίος μεταξύ των άλλων πραγματοποίησε περιοδείες σε διάφορες περιοχές του Ευρωπαϊκού χώρου. Μία από τις περιοδείες του τον Ιούλιο του 1835 ήταν και στην πόλη του Manchester η οποία την εποχή εκείνη αποτελούσε την αιχμή της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία. Στο κείμενό του αναπαριστούσε με γλαφυρότητα την κατάσταση που επικρατούσε σε μία πόλη όπου άκμαζε η «βαριά βιομηχανία» της βιομηχανικής επανάστασης, δηλαδή η υφαντουργία, ενώ επιπλέον παρουσίαζε την περιρρέουσα αντίληψη ότι η βιομηχανική επανάσταση δεν απέφερε μόνο θετικές αλλά και μία σειρά από αρνητικές επιπτώσεις κυρίως σε κοινωνικό επίπεδο.
Η βιομηχανική επανάσταση θεωρείται ότι βελτίωσε κατακόρυφα το βιοτικό επίπεδο των δυτικών κοινωνιών, όμως στα πρώτα της στάδια οι συνθήκες διαβίωσης για την πλειονότητα του πληθυσμού δεν ήταν τόσο ευνοϊκές.
Ο συνδυασμός της αναδιοργάνωσης της γεωργικής παραγωγής με την εξάλειψη των μικροαγροτών και την κατάργηση νόμων που περιόριζαν την κινητικότητα των εργατών είχε ως αποτέλεσμα μαζική μετακίνηση αυτών σε πόλεις για τις ανάγκες απασχόλησης κυρίως σε υφαντουργίες. Αυτή η μεγάλη μετακίνηση πληθυσμού πέραν της κοινωνικής αναταραχής προκάλεσε και γενικότερη εξαθλίωση τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις. Παρότι οι εμπορικές συναλλαγές αυξάνονταν και ομοίως η βιομηχανική παραγωγή είχε άνοδο μέσω της εκμηχανοποίησης αυτής ταυτόχρονα εμφανιζόταν και αύξηση των ποσοστών ανεργίας.
Σημαντικοί παράγοντες που συνέβαλαν στη γενικότερη φτωχοποίηση της πλειονότητας του πληθυσμού τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις ήταν το υψηλό κόστος των αγροτικών προϊόντων, οι υψηλότεροι φόροι και δασμοί, και η σταδιακή μείωση των ημερομισθίων στις βιομηχανίες. Η αύξηση της ανεργίας και το σταθερά υψηλό κόστος ζωής είχε ως αποτέλεσμα τη γενική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού και τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των φτωχών και πλουσίων. Αυτοί οι παράγοντες συνετέλεσαν στην αύξηση της θνησιμότητας αφού οι συνθήκες ζωής χειροτέρευαν την υγεία και σε συνδυασμό με την επιβαρυμένη ατμόσφαιρα των πόλεων από ομίχλη και καπνιά η καθημερινότητα καθίστατο απάνθρωπη.
Οι αυξημένες ανάγκες σε εργατικά χέρια, όπως ειπώθηκε, των βιομηχανιών καθώς επίσης οι καλύτερες αμοιβές σε αυτές και η θελκτική ζωή στις πόλεις αποτέλεσαν παράγοντες μετακινήσεις του αγροτικού πληθυσμού στα αστικά κέντρα. Οι αγρότες αυτοί όμως στις πόλεις μετατρέπονταν σε εργάτες που δεν είχαν μάθει να συναθροίζονταν στους νέους βιομηχανικούς χώρους. Από την άλλη οι εργοστασιακοί χώροι ως μια νέα μορφή εργασίας, ήταν επιβεβλημένοι για τους εργοδότες διότι έτσι αυξανόταν η παραγωγή, υπήρχε καλύτερη επιτήρηση στην παραγωγή και στο προσωπικό και μειωνόταν ταυτόχρονα το κόστος. Ως εκ τούτου η ανεύρεση του εργατικού δυναμικού αρχικά εστιάστηκε και στα παιδιά, τα οποία ήταν πιο «φθηνοί» εργάτες και περισσότερο πειθαρχημένοι, και στις γυναίκες. Ειδικότερα στις υφαντουργίες καταγράφηκαν υψηλά ποσοστά εργασίας τόσο παιδικής όσο και γυναικείας.
Η εφαρμογή του εργοστασιακού συστήματος συνέβαλε στην καλύτερη παρακολούθηση της παραγωγής και είχε ως αποτέλεσμα αφενός μεν τον καταμερισμό της εργασίας και την εξειδίκευση των εργαζομένων, αφετέρου δε τον αυστηρό έλεγχο με την επιβολή προστίμων και την εφαρμογή κινήτρων προς τους εργάτες. Συνέπεια αυτού του καταμερισμού ήταν η επιτάχυνση εφαρμογής καινοτομιών στην παραγωγή και η σταδιακή εκμηχανοποίηση των εργοστασίων που επέφερε, με τη σειρά της, βελτίωση της παραγωγικότητας, μείωση της παιδικής εργασίας και αύξηση της ανεργίας. Η εργασιακή αυτή κατάσταση από τη μία κατέστησε τους βιομηχανικούς χώρους ως χώρους σκλαβιάς, από την άλλη όμως βελτίωσε σταδιακά το οικογενειακό εισόδημα, βοήθησε τη γυναίκα ως εργαζόμενη να αποκτήσει αυτοσεβασμό, και ώθησε τους εργάτες να συγκροτήσουν ενώσεις για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Γενικά όμως το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των συνθηκών εργασίας στις βιομηχανίες ήταν η σταδιακή συμπίεση των ημερομισθίων και το εξαντλητικό ωράριο εργασίας.
Αδιαμφισβήτητα η ευημερία της σύγχρονης εποχής ανάγεται εν μέρει στη βιομηχανική επανάσταση. Η κύρια φάση της που θεωρείται ότι ξέσπασε στον Αγγλικό χώρο, η περίοδος δηλαδή μεταξύ 1780 και 1830, είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να συντελεστούν επιβεβλημένες αλλαγές σε οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς, αλλά ο ρυθμός με τον οποίο συντελέστηκαν αυτές ήταν τόσο ραγδαίος που δημιούργησε κρίσεις. Κυρίαρχη αλλαγή ήταν η αίσθηση που είχαν οι άνθρωποι για το χρόνο. Με την αποικιοκρατία μεταξύ των άλλων η υφαντουργία γιγαντώθηκε δεδομένου ότι πλέον οι αγορές ήταν παγκόσμιες. Ως εκ τούτου η παραγωγή έπρεπε να μεγαλώσει, οι εργάτες έπρεπε να δουλεύουν περισσότερο χρόνο και να είναι πειθαρχημένοι στο νέο εργασιακό καθεστώς. Γενικότερα η περιρρέουσα κατάσταση της εποχής ήθελε τους εργάτες να αποκτηνώνονται υλικώς και τους εργοδότες να εξαχρειώνονται ηθικώς.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Ashton T. S., Η βιομηχανική επανάσταση, Αθήνα, Εκδόσεις Τόπος, 2007.
Hobsbawm Eric J., Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1992.
Νorth David, Δομή και μεταβολές στην Οικονομική Ιστορία, Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική, 2000.
Polanyi Karl, Ο μεγάλος μετασχηματισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Νησίδες, 2007.