Μετά το τέλος του Α’ Π.Π. στις ευρωπαϊκές χώρες υπήρχαν αμφισβητήσεις για τις φιλελεύθερες πολιτικές και, σε συνδυασμό με την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917, οι αμφισβητήσεις αυτές εντάθηκαν δεδομένου ότι εμφανίστηκαν εναλλακτικά μοντέλα. Μέχρι το τέλος του 1932 ο οικονομικός φιλελευθερισμός είχε εγκαταλειφθεί σχεδόν από το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών. Προς την κατεύθυνση αυτή είχε συμβάλει και η οικονομική κρίση του 1929 που μεταδόθηκε στην Ευρώπη από την Αμερικανική ήπειρο. Η μεγάλη ύφεση των αρχών της δεκαετίας του ’30 που προκλήθηκε από τη νομισματική αστάθεια, από προβλήματα μεταξύ ζήτησης και προσφοράς, από την ελαχιστοποίηση των επενδύσεων στις Ευρωπαϊκές χώρες από την Αμερική και από την πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, είχε ως αποτέλεσμα όλες οι κυβερνήσεις να επιλέξουν ως πρώτιστο μέτρο τον προστατευτισμό της οικονομίας τους.
Κύριο χαρακτηριστικό ήταν ότι το σύνολο των χωρών της δύσης ακολούθησε την τακτική της εσωστρέφειας, δηλαδή προσπάθησαν να λύσουν τα προβλήματά τους σε ένα καθεστώς απομόνωσης και μακριά από πρακτικές φιλελευθερισμού. Η πρακτική του χρυσού κανόνα που ίσχυε πριν τον Α΄Π.Π., δηλαδή η σύνδεση των εθνικών νομισμάτων με το χρυσό, εγκαταλείφθηκε σταδιακά και γενικά προωθήθηκαν ρυθμίσεις ελέγχου της οικονομίας ή ανάσχεσης του ελεύθερου εμπορίου. Το διεθνές εμπόριο κατέρρευσε δεδομένου ότι πάρθηκαν μέτρα όπως η επιβολή υψηλών δασμών, ο έλεγχος των συναλλαγών από το κράτος και η θέσπιση ποσοστώσεων στις εισαγωγές ανάλογα με της εξαγωγές. Επιπρόσθετα, οι κρατικές παρεμβάσεις ήταν εκτεταμένες διότι το κράτος ρύθμιζε πολλά οικονομικά θέματα ενώ αυξήθηκε ο κρατικός έλεγχος στις επιχειρήσεις.
Από την άλλη κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’30 προκλήθηκαν κοινωνικά προβλήματα και παρατηρήθηκαν σημαντικές ανακατατάξεις. Η συνεχής πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων και οι δυσχέρειες στο εμπόριο προκάλεσαν μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, έλλειψη ρευστότητας, υψηλή ανεργία με το κλείσιμο επιχειρήσεων και συρρίκνωση της κατανάλωσης με αποτέλεσμα την εξαθλίωση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Επιπλέον, το αρνητικό κλίμα της ύφεσης διευρύνθηκε και από την έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών πάνω σε θέματα μισθών και εργασιακών συνθηκών. Αυτή η συγκρουσιακή κατάσταση με την άνοδο του συνδικαλισμού και τη γενικότερη πρακτική του οικονομικού εθνικισμού είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση φασιστικών καθεστώτων σε χώρες της Ευρώπης.
Οι πολιτικές αυτές δεν κατάφεραν να αναχαιτίσουν τα υφεσιακά φαινόμενα, μολονότι βοήθησαν προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 στην ανάκαμψη των εθνικών οικονομιών. Ειδικότερα υπήρξε ανάπτυξη στον τομέα της βιομηχανίας λόγω και των αυξημένων δαπανών σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Η εξάρτηση της Ευρώπης από την οικονομία των Η.Π.Α. που και αυτές είχαν πληγεί από το «κραχ» του 1929 καθώς και η αναποτελεσματική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας λόγω των πολεμικών επανορθώσεων του Α’ Π.Π. έπαιξαν αρνητικό ρόλο στην ανάκαμψη των Ευρωπαϊκών χωρών. Παρ’ όλα αυτά ο βρετανός οικονομολόγος John Maynard Keynes (1883-1946) μεταξύ και άλλων είχε προτείνει από τις αρχές της δεκαετίας του 30’ μία εναλλακτική οικονομική πολιτική για την έξοδο από την ύφεση η οποία βασιζόταν στη ρύθμιση της ζήτησης με την αύξηση των δημοσίων δαπανών και την εξασφάλιση της απασχόλησης. Η θεωρία αυτή έμελλε να διαδοθεί ύστερα από τα δεινά του Β΄Π.Π..
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Berend T.I., Οικονομική ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου αιώνα. Τα οικονομικά καθεστώτα από το Laissez-Faire στην παγκοσμιοποίηση, Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 2009.
Blanning T.C.W. (επιμ.), Ιστορία της Σύγχρονης Ευρώπης, Εκδόσεις Τουρίκη, Αθήνα 2009.