Η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων κατά το Μεσαίωνα – The status quo, Late Medieval

Οιcleric-knight-workman εξελίξεις κατά τον 10ο με 14ο αιώνα επέφεραν σημαντικές ανακατατάξεις στην κοινωνική διαστρωμάτωση του μεσαιωνικού κόσμου. Η τριμερής διαίρεση όπως την είχε ορίσει η εκκλησία δεν ανταποκρινόταν πλέον στην νέα κοινωνική συγκρότηση. Η τάξη των αστών η οποία αποτελείτο από τους εμπόρους, τους τραπεζίτες, τους τεχνίτες και τους εργάτες, διεκδικούσε την θέση της που όμως δεν ήταν δυνατόν να ενταχθεί στο τριμερές σχήμα των «ordines». Αρχικά στις πεποιθήσεις των ανθρώπων και ειδικότερα των εκκλησιαστικών αξιωματούχων θεωρήθηκε ως προσβολή προς το Θεό η διασάλευση αυτής της κοινωνικής διάρθρωσης διότι ήταν ενάντια στην βούλησή Του και αποτελούσε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο J. Le Goff, «…αποϊεροποίηση της κοινωνίας…».

Η κοινωνική τάξη που περισσότερο φαινόταν να μην εντάσσεται στην τριμερή διαίρεση ήταν αυτή των εμπόρων. Η τάξη αυτή ήταν αντικείμενο περιφρόνησης διότι θεωρείτο ότι η εργασία της δεν ήταν χρήσιμη και ότι διέπραττε αμαρτήματα, όπως της απάτης, της τοκογλυφίας και της φιλαργυρίας.  Οι έμποροι από τον 10ο αιώνα κιόλας διεύρυναν τις δραστηριότητες τους και αποκτούσαν δύναμη αφού το αγοραστικό τους κοινό πλέον δεν ήταν μόνο η φεουδαρχική αριστοκρατία αλλά έλεγχαν τις συναλλαγές μεταξύ των αστικών πόλεως και της υπαίθρου. Η τάξη των εμπόρων ήταν η πιο ωφελημένη από τον εκχρηματισμό της οικονομίας διότι σταδιακά η χρήση του χρήματος αντικαθιστούσε την οικονομική ισχύ που κατείχε μέχρι πρότινος η γη, ενώ επιπλέον με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα που πραγματοποιήθηκε αρχικά στις πόλεις της βορείου Ιταλίας, απέκτησαν την δυνατότητα δανεισμού.

Ο δανεισμός για τον Μεσαιωνικό κόσμο θεωρούταν ως μια ανήθικη πράξη και απαγορευόταν μεταξύ των χριστιανών. Μολαταύτα η πρακτική του δανεισμού με τόκο πραγματοποιούνταν ελεύθερα από άλλες κοινωνικές τάξεις όπως ήταν οι Εβραίοι. Οι φεουδάρχες όσο και οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι είχαν προσφύγει στο δανεισμό με τόκο αλλά, όσο επεκτεινόταν η διάδοση του χρήματος, η δραστηριότητα αυτή παραδόθηκε κυρίως στους εμπόρους και γενικά σε εύπορους αστούς οι οποίοι είχαν τα μέσα ώστε να μην κατηγορηθούν ως τοκογλύφοι.  Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν ότι για τη χρηματοδότηση των Σταυροφοριών η Εκκλησία είχε προσεγγίσει κοσμικούς για τη σύναψη δανείων, ενώ επίσης αστοί είχαν τη δυνατότητα δανεισμού της αριστοκρατίας ή και ακόμα των Μοναρχών χωρίς να τους αποδοθεί η κατηγορία του τοκογλύφου.  Αυτές οι αναδυόμενες νέες εμπορικές συναλλαγές και κατ’ επέκταση τοκογλυφικές πρακτικές μετέβαλαν σημαντικά την οικονομική σκέψη του ύστερου Μεσαίωνα και δημιούργησαν νέες αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων οι οποίες δε συνταίριαζαν με την κατεστημένη νοοτροπία. Ως άμεση συνέπεια ήταν η έντονη αντίδραση κυρίως από μέρους της Εκκλησίας και ο χαρακτηρισμός της κοινωνίας ως «…η κοινωνία του Διαβόλου….».

Αναφορά περί δανεισμού είχε κάνει ο Αριστοτέλης στα κείμενά του και ειδικότερα στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών θεωρώντας ότι το χρήμα ήταν απλώς ένα μέσο συναλλαγής και ότι από μόνο του δεν μπορούσε να αναπαραχθεί. Ως εκ τούτου κατέληξε στο ότι ο δανεισμός με τόκο ήταν μία διαδικασία μη φυσική, μη παραγωγική και τελικά άδικη. Τον 12ο και 13ο αιώνα τα κείμενα του Αριστοτέλη αναλύονταν από τους σχολαστικούς οι οποίοι προσπάθησαν να εξηγήσουν την πρακτική του δανεισμού μέσω της λογικής του Αριστοτέλη. Οι προσπάθειές τους κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα ότι ο δανεισμός με τόκο ήταν μία διαδικασία ανήθικη και μη πρακτική για την οικονομία. Ο χριστιανισμός από τα πρώτα χρόνια θεωρούσε ως αιρετικούς τους δανειστές με τόκο και για αυτό το λόγο ο δανεισμός με τόκο ασκείτο από μη χριστιανικές κοινότητες. Εντούτοις όταν επήλθε η εμπορική επανάσταση και οι συναλλαγές αυξήθηκαν ραγδαία και η οικονομική ζωή γνώρισε άνθηση, υπήρξε αμφισβήτηση εάν ο δανεισμός είτε με την μορφή της τοκογλυφίας είτε με την μορφή της επένδυσης αποτελούσε μη πρακτική διαδικασία. 

Οι ραγδαίες αλλαγές στις οικονομικές πρακτικές του ύστερου Μεσαίωνα δεν ήταν δυνατό να γίνουν κτήμα της κοινωνίας με άμεσο τρόπο. Όπως αναφέρεται από το Le Goff η νοοτροπία ενός συνόλου αλλάζει πιο αργά από όλα,  δηλαδή οι πεποιθήσεις και τα στερεότυπα διαμορφώνονται βραδύτερα σε σχέση με οικονομικούς κανόνες και πρακτικές. Η Μεσαιωνική κοινωνία την περίοδο που εξετάζουμε βρέθηκε σε μεγαλύτερο δίλημμα πέραν του δανεισμού που αποκτούσε πρακτική σημασία. Παρότι ο δανεισμός εξακολουθούσε να θεωρείται ανήθικος, εφευρίσκονταν τρόποι ώστε να παρακαμφθεί η κατηγορία της τοκογλυφίας και με την ευλογία της Εκκλησίας. Το ουσιαστικό πρόβλημα ήταν η κοινωνική αναδιάρθρωση όπου η τάξη των αστών έπρεπε να πάρει την θέση της. Από τη στιγμή που τον 13ο αιώνα περίπου η Εκκλησία συμβιβάστηκε με την ύπαρξη των εμπόρων και το εμπόριο είχε γίνει θεάρεστη αναγκαιότητα τότε είχε πραγματοποιηθεί και η σταδιακή μεταστροφή της Μεσαιωνικής νοοτροπίας της κοινωνίας.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Μπενβενίστε Ρίκα, Από τους βάρβαρους στους μοντέρνους. Κοινωνική ιστορία και ιστοριογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής δύσης, Αθήνα, Εκδόσεις Πόλις, 2007, σ. 190-255.

Le Goff Jacques, Ο Πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 1991.

Le Goff Jacques, «Οι νοοτροπίες: μια διφορούμενη ιστορία», στο Ζακ Λε Γκοφ – Πιερ Νορά (επιμ.), Το έργο της ιστορίας, τόμ. 1, Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος – Ράππα, 1988, σελ. 316-338.

 

This entry was posted in Ιστορία and tagged , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.