Αμάλγαμα ή αμάγαλμα: η λέξη αμάλγαμα είναι ξενική και προέρχεται από την γαλλική «amalgame» η οποία χρησιμοποιούταν από τους αλχημιστές.Ετυμολογικά αυτή προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική «amalgama» η οποία με τη σειρά της πιθανότατα έχει τη ρίζα της στην αραβική λέξη «amal al-jamā» που σήμαινε συγχώνευση, σαρκική ένωση.
Στην ελληνική γλώσσα η λέξη αμάλγαμα έχει δύο ερμηνείες: α) κράματα υδραργύρου με άλλα μέταλλα και β) κάθε προϊόν ανάμειξης που συγκεντρώνει τα θετικά χαρακτηριστικά των συστατικών του στοιχείων.
Ως εκ τούτου η σωστή φωνολογική απόδοση της λέξης είναι αμάλγαμα. Πιθανώς το λάθος έχει προκύψει από τη φωνολογική ομοιότητα με τη λέξη «άγαλμα».
Ενδεικτική Βιβιλογραφία:
1.http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CE%BC%CE%B1
2. http://www.larousse.fr/dictionnaires/francais/amalgame/2660
3. http://fr.wikipedia.org/wiki/Amalgame