Ευρωπαϊκά προβλήματα πριν την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – Causes of World War I

weltpolitik propagandaΓια έναν αιώνα, από την έναρξη του Συνεδρίου της Βιέννης 1815 και μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, στον Ευρωπαϊκό χώρο δεν υπήρξαν σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, εξαιρουμένου του σύντομου Κριμαϊκού πολέμου (1854-1856). Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και η αυξανόμενη ευημερία όλων των κοινωνικών τάξεων σε συνάρτηση με την ρεαλιστική πολιτική (Realpolitik) που άσκησε ο καγκελάριος της ενωμένης Γερμανίας Βίσμαρκ (1815-1898) συνετέλεσαν στη δημιουργία σταθερότητας.
Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις ανταγωνίζονταν πλέον για την επικράτησή τους στον υπόλοιπο κόσμο, είτε αποκτώντας αποικίες, είτε ασκώντας ιμπεριαλιστική πολιτική.Η Γερμανική Αυτοκρατορία, αν και νεοσύστατο κράτος που δημιουργήθηκε το 1871, κατάφερε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα να εκβιομηχανισθεί πλήρως και να αποτελέσει παγκόσμια δύναμη διαθέτοντας ισχυρή οικονομία και βαριά βιομηχανία. Η αποπομπή του Βίσμαρκ το 1890 από τον Αυτοκράτορα της Γουλιέλμο Β’ (1859-1941), είχε ως συνέπεια την ανατροπή των ισορροπιών που είχαν δημιουργηθεί δεδομένου ότι πρέσβευε διαφορετική πολιτική, την παγκόσμια πολιτική (Weltpolitik).

Η αποπομπή του Βίσμαρκ και οι αδέξιοι διπλωματικοί χειρισμοί του αυτοκράτορα της Γερμανίας απετέλεσαν σημείο καμπής για την έναρξη παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ των δυνάμεων με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ανησυχία και καχυποψία μεταξύ τους. Η καχυποψία αυτή προκάλεσε πολλαπλές εντάσεις σε περιοχές όπως στο Μαρόκο, στα Βαλκάνια, στην Άπω Ανατολή, και συνέβαλε στην διπλωματική αστάθεια.

Στο τέλος του 19ου αιώνα όλες οι μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις βρίσκονταν σε αποικιακό ανταγωνισμό μεταξύ τους και διέθεταν αποικίες σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Ακόμα και νεοσύστατες χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία αλλά και το Βέλγιο είχαν αποικίες αποκτώντας έτσι σημαντικά οικονομικά οφέλη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της περιόδου αυτής είναι η διάσκεψη του Βερολίνου που συγκλήθηκε το 1885, κατά την οποία οι Ευρωπαϊκές χώρες και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής μοίρασαν τα Αφρικανικά εδάφη και εκμεταλλεύτηκαν τους ιθαγενείς.
Η αλλαγή πολιτικής και ο οικονομικός δυναμισμός της Γερμανίας ενέτεινε τον ιμπεριαλισμό της χώρας με την κατάκτηση νέων υπερπόντιων αγορών και την εξάπλωση της Γερμανικής επιρροής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη Μέση Ανατολή. Ο γερμανικός επεκτατισμός απετέλεσε απειλή για τα συμφέροντα των άλλων μεγάλων αποικιακών δυνάμεων, της Βρετανίας και της Γαλλίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι άλλες τρεις μεγάλες δυνάμεις, Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία να διευθετήσουν τις αντιπαραθέσεις τους και να συνάψουν συνθήκες μεταξύ τους, τη Γαλλορωσική συνθήκη του 1894, την Αγγλογαλλική συνεννόηση του 1904, και την Αγγλορωσική συνεννόηση του 1907.
Οι επεκτατικές βλέψεις των Ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν αφορούσαν μόνο τις υπερπόντιες κτήσεις αλλά και εδαφικές διεκδικήσεις και οικονομικά πλεονεκτήματα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Αυστροουγγαρία όπως και η Ρωσία επιθυμούσαν να κατέχουν και να ελέγχουν περιοχές της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, ενώ η Γαλλία ήλπιζε στην ανακατάληψη των περιοχών της Αλσατίας και Λοραίνης.

Ο εθνικισμός ως ιδεολογία εμφανίσθηκε στον Ευρωπαϊκό χώρο στην αρχή του 19ου αιώνα. Στα πλαίσια του αποικιακού ανταγωνισμού, τα εθνικιστικά συναισθήματα βρίσκονταν ξανά σε έξαρση στον πληθυσμό των μεγάλων δυνάμεων δεδομένου ότι οι αποικίες προσέδιδαν κύρος στις χώρες που τις κατείχαν. Οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν την ιδεολογία αυτή για να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πολεμοχαρής τάση των λαών.
Επιπλέον η εξασθένιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα την έξαρση εθνικιστικών κινημάτων και τη δημιουργία νέων κρατών στην Βαλκανική. Ο εθνικισμός των νέων κρατών προκάλεσε εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ευρώπης και συνέβαλε στη διεθνή σύγκρουση.

Η εκβιομηχάνιση και η οικονομική ευμάρεια συνετέλεσε και στον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό των χωρών. Από την στιγμή που επικράτησε διπλωματική αστάθεια μεταξύ των χωρών, άμεση συνέπεια ήταν ο στρατιωτικός ανταγωνισμός. Η Γερμανία από της αρχές του 19ου αιώνα είχε εκσυγχρονίσει το στράτευμά της και μέσω της βαριάς βιομηχανίας είχε αναπτύξει νέα όπλα και επιπρόσθετα ισχυρό ναυτικό.
Η στρατιωτική ισχύς της Γερμανίας θορύβησε τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως τη Γαλλία, η οποία έβλεπε να αυξάνεται η στρατιωτική δύναμη της γείτονος χώρας, και τη Βρετανία, καθώς αμφισβητείτο πλέον η ναυτική της υπεροχή.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

1. Serge Berstein, Pierre Milza, Ιστορία της Ευρώπης, Τόμος 2, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997

2. E. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, Τόμος Β’, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988

3.T.C.W.Blanning, Ιστορία της Σύγχρονης Ευρώπης, Εκδόσεις Τουρίκη, Αθήνα 2009

This entry was posted in Ιστορία and tagged , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.