Τον 9ο και 10ο αιώνα εμφανίζονται εισβολείς, οι Άραβες από τον νότο, οι Μαγυάροι από τα ανατολικά και οι Σκανδιναβοί από τον βορρά. Οι επιδρομές είχαν ως αποτέλεσμα την οικονομική επιβράδυνση και την περαιτέρω ενίσχυση των φεουδαρχικών δεσμών αφού ο κίνδυνος των εισβολέων εντείνει την ανασφάλεια και οι αδύναμοι επιζητούν να τεθούν υπό την προστασία των ισχυρότερων.Την περίοδο των Οθωνιδών (919 μ.Χ.) το βασιλικό αξίωμα ενισχύεται καθώς ο βασιλιάς καθιστά τους τοπικούς άρχοντες (δούκες) υποτελείς του. Η βασιλεία μετατρέπεται σε θεσμό και δεν αποτελεί πλέον διαιρετή οικογενειακή περιουσία. Η κυριαρχία επί των εκκλησιών αποτελεί καθοριστικής σημασίας ζήτημα για τον Αυτοκράτορα διότι εξακολουθούν να παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία και σημαντικές εισφορές σε είδος προς αυτόν, πράγμα που δε συμβαίνει σε άλλες ηγεμονίες της δυτικής Ευρώπης. Η κυριαρχία των επισκοπών αλλά και η αυτονομία που επιδιώκει η παποσύνη οδηγούν τον Αυτοκράτορα σε σύγκρουση με τον Πάπα, στη λεγόμενη «έριδα της περιβολής», η οποία λήγει με το Κονκορδάτο του Βορμς (1122 μ.Χ.) και με τελική επικράτηση του Πάπα. Η «έριδα της περιβολής» είχε ως αποτέλεσμα αφενός ο Αυτοκράτορας να χάσει την επικυριαρχία του στην Ιταλία και αφετέρου η διακυβέρνηση στη Γερμανία να αναπτυχθεί κυρίως σε επίπεδο εδαφικών ηγεμονιών, λόγω του ότι κατά την διάρκεια της σύγκρουσης ενισχύθηκε η ανώτερη αριστοκρατία, και επιπλέον παραχωρήθηκε από τον Αυτοκράτορα νομική αναγνώριση σε ενώσεις πόλεων.Η δυναστεία των Χοενστάουεν (1138 μ.Χ.) με τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσα (1152-1190 μ.Χ.) προσπαθεί να ανατρέψει την κατάσταση και να αποκτήσει υπεροχή έναντι των τοπικών ηγεμόνων. Όμως ο Φρειδερίκος Β’ (1220-1250 μ.Χ.) με νόμο υπέρ των ηγεμόνων και με αντάλλαγμα την νόμιμη κυριαρχία του, επικυρώνει όλες τις εξουσίες που ασκούν οι τοπικοί ηγεμόνες και τους παραχωρεί ανεξαρτησία εντός των δικών τους επικρατειών. Τον 13ο αιώνα η εξουσία στη Γερμανία βρίσκεται στα χέρια των συνδέσμων των πόλεων και των τοπικών ηγεμόνων.
Το 1066 ο δούκας της Νορμανδίας Γουλιέλμος (1028-1087 μ.Χ.) στέφεται βασιλιάς στην Αγγλία και εισάγει τις φεουδαρχικές σχέσεις. Στην Αγγλία οι βασιλείς επέβαλαν ισχυρούς διοικητικούς δεσμούς. Ο βασιλιάς ορίζει έναν αρχιδικαστή που ασκεί χρέη αντιβασιλέα όταν ο ίδιος απουσιάζει στην ηπειρωτική Ευρώπη, ενώ από τον 12ο αιώνα έχουμε μετάβαση προς το θεσμικό εδαφικό κράτος αφού συστήνεται μόνιμος διοικητικός και δικαστικός μηχανισμός. Τα βασιλικά εισοδήματα προέρχονταν από τους φεουδαρχικούς φόρους και τις εισφορές και όχι από τις ιδιόκτητες γαίες του βασιλιά ενώ ήδη το 1100 μ.Χ. υπήρχαν τέσσερα δημόσια ταμεία. Ο Ερρίκος ο Β’ (1154-1189 μ.Χ.) διορίζει ένα δικαστή σε κάθε κομητεία ή ομάδα από κομητείες ο οποίος αναλαμβάνει τις δικαστικές υποθέσεις του στέμματος. Με αυτόν τον τρόπο αφαιρεί αρμοδιότητες από τον τοπικό σερίφη (sheriff), και με τα εντάλματα που εκδίδει (writs, assizes) προσπαθεί να αποδυναμώσει το βαρονικό δικαστήριο. Τον 13ο αιώνα η Αγγλία δίνει την εικόνα μιας συγκεντρωτικής μοναρχίας με έναν ισχυρό βασιλιά, παρότι επιδιώκεται να περιορισθεί η βασιλική εξουσία, αφενός με την σφράγιση της Μεγάλης Χάρτας (Magna Carta) από τον Ιωάννη τον Ακτήμονα (1199-1216 μ.Χ.), η οποία εκφράζει τα προσωπικά συμφέροντα των βαρόνων και τις ελευθερίες των πόλεων και των εκκλησιών, αφετέρου με την συγκρότηση του κοινοβουλίου, ενός αυτοτελούς θεσμού ελέγχου του βασιλικού συμβουλίου (1258 μ.Χ., Διατάξεις της Οξφόρδης).
Με το πραξικόπημα του 987 μ.Χ αντικαθίσταται ο Καρολίδης βασιλιάς από τον Ούγο Καπέτο (987-996 μ.Χ.), τον πρώτο της δυναστείας των Καπετιδών. Οι πρώτοι Καπετίδες βασιλείς ήταν αδύναμοι και είχαν υπό την εξουσία τους την περιοχή με επίκεντρο το Παρίσι και την Ορλεάνη. Ο Λουδοβίκος ο Ζ’ (1137-1180 μ.Χ.) αναβιώνει τις συνελεύσεις των αριστοκρατών του βασιλείου και γίνεται ο πρώτος που νομοθετεί για ολόκληρο το βασίλειο. Το βασιλικό νόμισμα αρχίζει να κυκλοφορεί εκτός των συνόρων της βασιλικής επικράτειας και τα βασιλικά δικαστήρια αρχίζουν να επεκτείνουν τις αρμοδιότητές τους. Το 1205 ο Φίλιππος Αύγουστος (1180-1223 μ.Χ.) αυξάνει θεαματικά τους πόρους της μοναρχίας με την προσάρτηση της Νορμανδίας και των γειτονικών εδαφών της Ανδηγαυίας, ενώ το 1226 μ.Χ. επιβάλλει την κυριαρχία του και στην Φλάνδρα. Ο Λουδοβίκος Θ’ (1226-1270 μ.Χ.) ενισχύει περαιτέρω την κεντρική εξουσία. Τα διατάγματά του επεκτάθηκαν και εκτός των βασιλικών κτήσεων, τα βασιλικά νομίσματα κυκλοφορούν παράλληλα με τα νομίσματα των ηγεμόνων, ενώ οργάνωσε τη γαλλική δικαιοσύνη. Η Γαλλία τον 13ο αιώνα αποτελεί συγκεντρωτική μοναρχία αφού στα χέρια του βασιλέα βρίσκεται αφενός η διοίκηση με τους πρεβότους, (αξιωματούχους του βασιλιά), τους έμμισθους βαΐλους και τους σενεσκάλους που ασκούν την βασιλική δικαιοσύνη και έχουν εισπρακτική εξουσία, και αφετέρου η δικαστική εξουσία η οποία αυτήν την εποχή ενισχύεται δεδομένου ότι το «Parlement» των Παρισίων γίνεται το ανώτατο δικαστήριο του βασιλείου.
Την περίοδο που εξετάζεται συντελούνται σημαντικές εξελίξεις αναφορικά με τον ηγεμόνα. Από το φύλαρχο οδηγούμαστε στο μονάρχη. Το πέρασμα από την μια μορφή στην άλλη δεν ήταν εύκολο. Ο βασιλιάς, ο μονάρχης, ο Αυτοκράτορας από τη μια μεριά, οι τοπικοί άρχοντες, ο δούκας, ο βαρόνος, ο κόμης, ο ιππότης από την άλλη, αντιμάχονταν για το ποιος θα κυριαρχήσει έναντι του άλλου ώστε να διαθέτει αυτός τη διοικητική και δικαστική εξουσία και να μπορεί να εισπράττει φόρους και εισφορές. Η Παποσύνη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαμάχη και ενεπλάκη ενεργά. Όμως τον 13ο αιώνα έχουν ήδη αρχίσει να δείχνουν την δύναμή τους οι πόλεις, να δημιουργείται μια νέα τάξη, η αστική, και να εμφανίζονται κράτη τα οποία σταδιακά παίρνουν την θέση των τοπικών ηγεμονιών.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1. Jacques Le Goff, Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993.
2. David Nicholas, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2009.