Φορντικό καθεστώς συσσώρευσης – Fordism / neo-Fordism

Από το τέλος της δεκαετίας του 1960 και μετά στον ευρωπαϊκό χώρο γίνονταν ανακατατάξεις που σχετίζονταν με κοινωνικές αναταραχές και υφεσιακά προβλήματα στον χώρο της οικονομίας. Ο ορθολογισμός στη λήψη αποφάσεων και οι οικονομικές πρακτικές που ακολουθούνταν στην πολιτική τις τελευταίες δεκαετίες φαίνονταν να μην μπορούν να δώσουν λύσεις στα νέα προβλήματα όπως ήταν η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, η αύξηση της ανεργίας και η ραγδαία αναδιάρθρωση των παραγωγικών δομών στα βιομηχανικά κέντρα της βορείου Ευρώπης.  Μέσα σε αυτό το πλέγμα των προβλημάτων οι επιστήμες αναδιάρθρωσαν την οπτική τους και ειδικότερα για την ανάλυση και επίλυση κοινωνικών φαινομένων εστίασαν στην αλληλεξάρτηση που διέπει τις σχέσεις του ανθρώπινου παράγοντα με το φυσικό περιβάλλον. Ως εκ τούτου η μελέτη των χωρικών μετασχηματισμών απέκτησε καταρχήν κοινωνικό περιεχόμενο.        

Από την εποχή που ξέσπασε η πρώτη βιομηχανική επανάσταση στο δυτικό κόσμο το φαινόμενο της συνεχούς αστικοποίησης του πληθυσμού ήταν πραγματικότητα. Στους αστικούς χώρους είναι περισσότερο εμφανείς οι αλληλεπιδράσεις με τον ανθρώπινο παράγοντα ο οποίος ως δρων υποκείμενο τον αναδιαρθρώνει και ομοίως περιορίζεται από αυτόν (Knox & Pinch, 2009:70-38-39). Αυτή η δράση μεταξύ του χώρου και των ανθρωπίνων κοινωνικών σχέσεων αποτέλεσε μία αντίληψη η οποία ονομάστηκε «χωρο-κοινωνική διαλεκτική» (socio-spatial dialectic) και αναδείκνυε αφενός μεν την κοινωνική διάσταση των χωρικών φαινομένων και αφετέρου δε ανέλυε πώς οι χωρικές δομές επηρεάζουν την κοινωνική δράση (Knox & Pinch, 2009:67-69). Η χωρο-κοινωνική αυτή αντίληψη αποτέλεσε τον κυρίαρχο μηχανισμό της κριτικής ή ριζοσπαστικής Γεωγραφίας, η οποία και προσπάθησε να εξηγήσει τα γεωγραφικά φαινόμενα με διεπιστημονικό τρόπο λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, ιστορικές και πολιτιστικές προσεγγίσεις.

Κυρίαρχο στοιχείο των ανθρωπίνων δράσεων αποτελούσε ο τρόπος διάρθρωσης της παραγωγής των καταναλωτικών αγαθών, δεδομένου ότι το τί, πού και πώς παράγεται ένα προϊόν  αντικατοπτρίζει  την οργάνωση και λειτουργία μίας κοινωνίας. Οι παραγωγικές σχέσεις όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά τη φάση ανάπτυξης των δυτικών κοινωνιών αναπαρήγαγαν με τη σειρά τους την οικονομική διάρθρωση, τις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις, την πολιτική διακυβέρνηση και τις πολιτιστικές αλλαγές. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ενσωματώθηκαν στις χωρικές δομές και συγκρότησαν το χώρο προσδιορίζοντας ταυτόχρονα και την ιδιομορφία του κάθε τόπου (Knox & Pinch, 2009:67-72). Ως εκ τούτου η «κριτική» Γεωγραφία αναλύοντας τις παραγωγικές διαδικασίες και τους παραγωγικούς μετασχηματισμούς υπό το πρίσμα κοινωνικών και οικονομικών διαδικασιών κατάφερε να μελετήσει κρίσιμα ζητήματα των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα και συνάμα την αλληλεπίδραση που είχαν αυτά με την αστική αναδιάρθρωση του χώρου.

Πέρα από τους τρόπους παραγωγής αυτούς καθαυτούς, οι σύγχρονοι Γεωγράφοι έδωσαν έμφαση σε μία ευρύτερη έννοια που ονομάστηκε  «καθεστώς συσσώρευσης» (Regime of accumulation) η οποία διαπραγματευόταν τις οικονομικές, κοινωνικές και θεσμικές προσαρμογές που χρησιμοποιούνταν ώστε να ρυθμιστούν τα ζητήματα παραγωγής – κατανάλωσης στο δυτικό κόσμο .  Η εν λόγω έννοια κατείχε κεντρική θέση στη λεγόμενη «θεωρία της ρύθμισης» (Regulation Theory), η οποία αναπτύχθηκε στο τέλος του 20ου αιώνα και υποστήριξε ότι οι οικονομικές διαρθρώσεις και μετασχηματισμοί σε ένα κοινωνικό σύνολο επιφέρουν σε αυτό ταυτόχρονα πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αναδιαρθρώσεις. Η «θεωρία της ρύθμισης» χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο από τους Γεωγράφους αφενός μεν για την αποκωδικοποίηση των κρίσεων αφετέρου δε για την ανάλυση των καπιταλιστικών συστημάτων και τις αναπροσαρμογές αυτών, στις κοινωνίες του δυτικού κόσμου.

Το κυρίαρχο «καθεστώς συσσώρευσης» που επικράτησε στις δυτικές κοινωνίες από την αρχή του 20ου αιώνα έως και την δεκαετία του 1970 ήταν το λεγόμενο «Φορντιστικό» που πήρε το όνομά του από την καινοτόμο για την εποχή της ιδέα, που εφάρμοσε ο Henry Ford (1863 – 1947) στην αυτοκινητοβιομηχανία του στην πόλη του Detroit (Τσάμπρα, 2013:223-220). Το καθεστώς αυτό με την εφαρμογή της γραμμής παραγωγής αποτέλεσε μια επανάσταση αφού από τη χειρωνακτική εργασία προήλθε η μετάβαση στην πλήρως καθετοποιημένη παραγωγή. Τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η μαζική παραγωγή, η εντατικοποίηση της εργασίας, η χωροθέτηση μεγάλων βιομηχανικών μονάδων και η παραγωγή φθηνών τυποποιημένων προϊόντων. Όλες αυτές οι παράμετροι είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικές μεταβολές στους κοινωνικό – οικονομικούς ρυθμούς των ανθρώπων των εκβιομηχανισμένων πόλεων δεδομένου ότι αφενός μεν άλλαξε η συγκρότηση της βιομηχανικής παραγωγής, αφετέρου δε διαφοροποιήθηκε ο τρόπος με τον οποίο εργάζονταν και κατανάλωναν αυτοί.

Η αποτύπωση του φορντιστικού καθεστώτος στο γεωγραφικό χώρο των πόλεων ήταν σημαντική διότι αυτό θεωρείται ως άμεσα συνυφασμένο με τη ραγδαία αστικοποίηση του 20ου αιώνα και την ανάπτυξη των πόλεων. Οι πόλεις που εκβιομηχανίσθηκαν κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα αναπτύχθηκαν χωρικά απότομα ως επακόλουθο των γεγονότων ότι οι βιομηχανικές μονάδες που ήταν μεγάλες σε κλίμακα εγκαταστάθηκαν στο κέντρο τους, ενώ επιπλέον περιφερειακά αυτών των μονάδων από τη μια αναπτύχθηκαν αστικές περιοχές που αποτελούσαν τις κατοικίες των εργατών και από την άλλη συγκεντρώθηκαν περιφερειακά διάφορες υποστηρικτικές δραστηριότητες. Συνέπεια αυτών για τον πολεοδομικό ιστό ήταν η χωροθέτηση μεγάλων βιομηχανικών περιοχών, η δημιουργία ζωνών κατοικιών και η ανάπτυξη πολυποίκιλων συγκοινωνιακών οδών για την κάλυψη των αποστάσεων μεταξύ βιομηχανίας, κατοικίας και αγοράς.

Η διατήρηση του καθεστώτος συσσώρευσης του φορντισμού για μακρά χρονική διάρκεια οφείλεται στις απόψεις του οικονομολόγου John Maynard Keynes (1883 – 1946), οι οποίες αποτέλεσαν τον κοινωνικό τρόπο ρύθμισης αυτού του καθεστώτος. Οι ιδέες του που συγκροτούν τον κεϋνσιανισμό (Keynesian) άπτονταν πολιτικού επιπέδου και αφορούσαν  επιβεβλημένες παροχές και παρεμβάσεις εκ μέρους του κράτους προς την κοινωνία, όπως ήταν, για παράδειγμα, οι δημόσιες επενδύσεις, η βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων στις πόλεις και η διατήρηση της ενεργού ζήτησης για τα παραγόμενα προϊόντα.  Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν υποδομές για την υποστήριξη της βιομηχανικής παραγωγής όπως δρόμοι, λιμάνια κ.α. και επιπλέον να πραγματοποιηθούν χωροταξικές αναπλάσεις στον πολεοδομικό ιστό. Επιπλέον ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε και στις ευρωπαϊκές πόλεις ήταν ότι ο κεϋνσιανισμός συνέβαλε στη μετακίνηση πληθυσμού προς τα προάστια των πόλεων δεδομένου ότι οι εύποροι εργαζόμενοι αναζητούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης μακριά από το βιομηχανικό κέντρο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πόλεων της βόρειας Ευρώπης που συνδέθηκαν με το φορντιστικό καθεστώς συναντούμε κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως το Manchester και το Birmingham, στη βόρεια Γαλλία και το Βέλγιο, όπως η Lens και η Ghent, καθώς και στη Γερμανία, όπως το Dortmund.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Κουρλιούρος, Η. (2011). Διαδρομές στις θεωρίες του χώρου. Αθήνα: Προπομπός.

Λεοντίδου, Λ. (2011). Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στους Επιστημολογικούς Αναστοχασμούς της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας. Αθήνα: Προπομπός.

Knox, P. & Pinch, S. (2009). Κοινωνική Γεωγραφία των πόλεων. Επιμ. Θ. Μαλούτας. Αθήνα: Σαββάλας.

This entry was posted in Γεωγραφία and tagged , , . Bookmark the permalink.