Ο Νικολό Μακιαβέλι (1469μ.Χ. – 1527μ.Χ.) γεννήθηκε στη Φλωρεντία και έλαβε κλασική παιδεία κατά τα ουμανιστικά πρότυπα της εποχής. Σταδιοδρόμησε στη δημόσια πολιτική της χώρας του αφού διετέλεσε διπλωμάτης – γραμματέας της πόλης του από το 1498 έως το 1512. Τα κυριότερα έργα του σχετικά με τις πολιτικές του θέσεις ήταν ο «Ηγεμόνας» (περί το 1513) το οποίο αφιέρωσε στους Μεδίκους και οι «Διατριβές για τον Τίτο Λίβυο» (1513 – 1519). Την περίοδο της Αναγέννησης οι λόγιοι δέχθηκαν πολλές επιδράσεις από το ουμανιστικό κίνημα καθώς επίσης και από αρχαίους και Ρωμαίους συγγραφείς.
Ο Μακιαβέλι συνέγραψε τις πολιτικές πραγματείες του σε μια ιδιαίτερα ταραχώδη περίοδο για την Ιταλική χερσόνησο με συνεχείς πολεμικές αντιπαραθέσεις και με πτώση του κύρους της παπικής εκκλησίας. Εκείνη τη χρονική περίοδο υπήρχαν στην ιταλική επικράτεια αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο διάφορα πολιτικά συστήματα, μοναρχίες, δημοκρατίες, βασιλείες. Σε μερικές πόλεις όπως στη Φλωρεντία του Μακιαβέλι αυτά εναλλάσσονταν, ενώ σε άλλες περιοχές παρέμεναν σταθερά για μεγάλο χρονικό διάστημα όπως στη Βενετία η δημοκρατία και στη Γαλλία η βασιλεία. Γενικότερα κατά την ουμανιστική περίοδο της αρχής της Αναγέννησης επικράτησαν ηγεμονικά καθεστώτα.
Στα πολιτικά έργα του ο Μακιαβέλι είχε κοινές θέσεις με τον Ακινάτη. Θεωρούσε τον άνθρωπο πολιτικό και κοινωνικό ον, οι άνθρωποι όφειλαν να βάζουν πάνω από το ατομικό συμφέρον το συλλογικό, η πολιτική ήταν τέχνη και οι νόμοι έκαναν τους ανθρώπους καλούς. Πίστευε ότι η φύση του ανθρώπου ήταν δεδομένη και αναλλοίωτη με την πάροδο της ιστορίας. Οι διαφορές όμως σε σχέση με τον Ακινάτη αλλά και με τους σύγχρονούς του μελετητές της πολιτικής σκέψης ήταν σημαντικές. Ο Μακιαβέλι δεν ενστερνιζόταν τις απόψεις των συγχρόνων του αλλά εισήγαγε έναν πολιτικό πραγματισμό και μια διαφορετική άποψη περί της ηθικής στα πολιτικά πράγματα. Είναι χαρακτηριστική η φράση στο έργο του «Ηγεμόνας» «….Πολλοί έπλασαν με τη φαντασία τους δημοκρατίες και ηγεμονίες, που ποτέ κανείς δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουνε στ’ αλήθεια. Γιατί η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο πώς ζούμε και στο πώς θα έπρεπε να ζούμε είναι τόσο μεγάλη….» που φανέρωνε την πραγματιστική του σκέψη και την πρόθεσή του να παρουσιάσει τις καταστάσεις βασιζόμενος σε ιστορικά παραδείγματα.
Στο έργο του «Ηγεμόνας», το οποίο ήταν αφιερωμένο στους Μεδίκους της Φλωρεντίας, ο Μακιαβέλι έδινε συμβουλές για το πώς ένας ηγεμόνας, αφού αναρριχηθεί στην εξουσία, θα διατηρήσει το κράτος του και μάλιστα με ασφάλεια. Στους «Διαλόγους» του, ενδιαφέρθηκε κυρίως για την ελευθερία του κράτους και των πολιτών της και πώς μπορεί να διατηρηθεί αυτή ώστε η πολιτεία να μεγαλουργήσει. Η πρωτοτυπία των κειμένων του ήταν ότι διαχώριζε την έννοια της ιδεολογίας από την πραγματικότητα, έδινε ιδιαίτερη σημασία στην ψυχολογία της ανθρώπινης φύσης, διαχώριζε την αρετή του ηγεμόνα (virtus) από τη χριστιανική πίστη, και εν γένει πίστευε ότι η έννοια της virtus δεν ταυτιζόταν με την έννοια της συμβατικής αρετής. Επιπρόσθετα θεωρούσε ότι η θρησκευτική λατρεία ήταν σημαντικός παράγοντας για μία πολιτεία αλλά ταυτόχρονα θεωρούσε την Παπική Εκκλησία της εποχής του ως την πλέον διεφθαρμένη, ενώ πίστευε ότι οι νόμοι, οι θεσμοί και τα ήθη των ανθρώπων συνδέονται μεταξύ τους και οφείλουν τακτικά να ανανεώνονται, και τέλος πρέσβευε τη σημασία της μελέτης της ιστορίας και κυρίως της Ρωμαϊκής πολιτικής ιστορίας.
Ο Μακιαβέλι σε πολλά σημεία του έργου του έκανε το ψυχογράφημα της ανθρώπινης φύσης αναφέροντας ότι οι άνθρωποι ήταν «….αχάριστοι, ευμετάβλητοι….» και «…πως οι άνθρωποι δεν κάνουν το καλό αν δεν τους σφίξει ανάγκη…», ενώ επιπρόσθετα υποστήριξε ότι μπορούσαν να κρίνουν με όσα τους φανερώνουν οι αισθήσεις τους και όχι με αυτό που ίσχυε στην πραγματικότητα. Αυτή η απαισιόδοξη παραδοχή για την ανθρώπινη φύση ήταν πολύ σημαντική για τη μετέπειτα ανάπτυξη του έργου του. Έτσι η σκέψη του απομακρύνεται από τη χριστιανική ηθική στο ακριβώς αντίθετο από αυτό που πίστευε ο Ακινάτης. Υποστήριξε ότι οι άνθρωποι έχουν ως στόχο τους να βελτιώσουν τη θέση τους, με ιδιοτελή τρόπο αποκτώντας επίγεια δόξα και πλούτη, και ως εκ τούτου ο ηγεμόνας που ήθελε να διατηρήσει την ασφάλεια και ελευθερία της πολιτείας του όφειλε να αποκτήσει συμπεριφορά ανάλογη της ανθρωπίνου φύσεως ενώ οι νόμοι που θα θέσπιζε θα όφειλαν να λαμβάνουν ως δεδομένο αυτή τη ψυχολογική θεωρία.
Ο Μακιαβέλι δεν απέρριπτε την ηθική συμπεριφορά όπως την όριζαν οι σύγχρονοί του και πίστευε ότι, εφόσον δεν υπήρχε ανάγκη, ένας πετυχημένος ηγεμόνας δεν χρειαζόταν να απομακρυνθεί από τις συμβατικές αρετές. Όμως επειδή θεωρούσε τη φύση των ανθρώπων μοχθηρή και επίσης ότι η θεά «Τύχη» όριζε τις μισές μας πράξεις, πρότεινε μία ηθική ευελιξία στις πράξεις του και μια προσαρμοστικότητα του χαρακτήρα ώστε να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις περιστάσεις και κατά πώς προστάζει η θεά αυτή. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τη Ρωμαϊκή ιστορία τόνισε ότι ο ηγεμόνας όφειλε να αποφεύγει να αποκτήσει κακό όνομα και κακή φήμη για ελαττώματα που θα τον έκαναν να χάσει την εξουσία του. Επίσης ήταν προτιμότερο να προκαλεί το φόβο στους υπηκόους του παρά να απολαμβάνει την αγάπη τους, να προσπαθεί να φαίνεται ευυπόληπτος και γενικότερα να προσποιείται τον ενάρετο, να μην γίνεται μισητός τουλάχιστον από την ισχυρή μερίδα της πολιτείας και να κρατά το λαό ευχαριστημένο. Γενικότερα υποστήριξε ότι η συμπεριφορά ενός ηγεμόνα θα όφειλε να προσαρμόζεται και να συνάδει με την εποχή του, και να μην παραμένει προσκολλημένος στις συμβατικές αρετές δεδομένου ότι η ερμηνεία των αρετών καθοριζόταν από τις περιστάσεις και τον εκάστοτε σκοπό. Επιπλέον έπρεπε να χρησιμοποιεί τη στρατιωτική του ισχύκαθώς και δόλο στις πράξεις του, όποτε ήταν απαραίτητο, ώστε να αντεπεξέρχεται καλύτερα στην αλλαγή των καιρών και στον παράγοντα τύχη.Χαρακτηριστική ήταν η προτροπή του προς τους ηγεμόνες «…Οφείλει, συνεπώς, να είναι αλεπού για να ξεχωρίζει τις παγίδες και λιοντάρι για να τρομάζει τους λύκους….».
Οι απόψεις του Μακιαβέλι για την πολιτική διαφοροποιούταν εν μέρει από αυτές των συγχρόνων του και του Ακινάτη. Η ασφάλεια και η ελευθερία της πολιτείας αποτελούσε για αυτόν πρωταρχική αξία.Πίστευε ότι καλύτερο ήταν ένα μικτό πολίτευμα που θα συνδύαζε τα θετικά των ηγεμονιών με τα θετικά της δημοκρατίας και ειδικότερα μία συνταγματική εξουσία η οποία να βασίζεται σε νόμους που να έχουν ως σκοπό το κοινό καλό της πολιτείας, και να διατηρούν την ισορροπία μεταξύ των τάξεων. Σημαντικό επίσης ήταν να λαμβάνεται υπόψη ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και η ιστορία του διοικούμενου λαού.Πίστευε ότι μία πολιτεία δε βρίσκεται σε διαφθορά όταν επικρατεί η ελευθερία, δηλαδή όταν αυτοδιοικείται, και όταν τα συμφέροντα τόσο του ηγεμόνα της όσο και των πολιτών της δεν τίθενται πάνω από εκείνα της κοινότητας,και τα αξιώματα τα καταλαμβάνουν όσοι έχουν τη μεγαλύτερη «virtue». Κυρίαρχη ήταν η άποψή του ότι οι θεσμοί και οι νόμοι μίας πολιτείας, εφόσον παραμένουν καλοί, οργανώνουν και διατηρούν τόσο την πολιτεία όσο και τους πολίτες της σε «καλή τάξη» και ασφάλεια, ενώ για αυτόν πρωταρχικός παράγοντας που συνέβαλε στην οργάνωση αυτή ήταν η στρατιωτική ισχύς του ηγεμόνα και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «….τα καλά όπλα». Ιδιαίτερη μνεία έκανε για το θέμα της διαφθοράς. Θεωρούσε ότι με τα χρόνια οι πολιτείες φθείρονται και για να επανέλθουν στις πρώτες τους αρχές όφειλαν να στηριχθούν στην «virtue» μίας προσωπικότητας.Στην περίπτωση αυτή το πολίτευμα θα όφειλε να στρέφεται σε μορφές μοναρχίας.
Τέλος ιδιαίτερη σημασία για το Μακιαβέλι είχε το θέμα της θρησκείας και της ιστορίας. Η θρησκευτική λατρεία συνέβαλε στη θέσπιση και διατήρηση καλών θεσμών και οι καλοί θεσμοί θα γεννούσαν τους καλούς νόμους και την καλή τύχη. Η θρησκεία έβρισκε καταφύγιο στο συναισθηματικό κόσμο της ανθρώπινης φύσεως μέσω της έμπνευσης και του φόβου των πολιτών. Για το λόγο αυτό επιτέθηκε στην Παπική Εκκλησία κατηγορώντας την ως διεφθαρμένη, ενώ υποστήριξε ότι αφενός μεν έχει χαθεί κάθε ευλάβεια και σεβασμός στην εποχή του, αφετέρου δε αυτή φταίει για την κατάντια της Ιταλικής χερσονήσου αφού ενεπλάκη στις κοσμικές υποθέσεις χωρίς να φέρει ευημερία.
Από την άλλη υποστήριξε ότι η γνώση της ιστορίας αποτελούσε πραγματικό πλούτο. Επειδή η ανθρώπινη φύση παρέμενε η ίδια, η μελέτη της ιστορίας και της Ρωμαϊκής πολιτικής ήταν ιδιαιτέρως σημαντική. Η Ρωμαϊκή ιστορία θεωρείτο άξια λόγου εφόσον δεν υπήρξε πιο περίλαμπρη δημοκρατία από αυτήν και μπορούσε να διδάξει τις νεότερες γενιές ώστε να αποφύγουν τα λάθη.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Coleman, J., Ιστορία της πολιτικής σκέψης, τόμος Β: Από τον Μεσαίωνα μέχρι την Αναγέννηση, Κριτική, Αθήνα 2006.
Machiavelli, Niccolo, Έργα / Νικολό Μακιαβέλλι, μτφρ. Τ. Κονδύλης, επιμ. Τ. Κονδύλης, Κάλβος, Αθήνα 1984 (δύο τόμοι).
Machiavelli, Niccolò, O Ηγεμόνας, μτφρ. Ζ. Ζωγραφίδου – Καραχάλιου, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1990.
Skinner Q., Μακιαβέλι, Νήσος, Αθήνα 2002.
Skinner Q., Τα θεμέλια της νεότερης πολιτικής σκέψης, Η Αναγέννηση – Η εποχή της Μεταρρύθμισης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2005.
https://en.wikipedia.org/wiki/Niccol%C3%B2_Machiavelli
https://en.wikipedia.org/wiki/The_Prince