Ο Ρακίνας, «Jean Racine» (1639 – 1699), προστατευόμενος του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ’, συνέγραψε θεατρικά έργα με θεματολογία δανεισμένη από τις αρχαίες τραγωδίες. Η πιο αντιπροσωπευτική δημιουργία του, η «Φαίδρα», που πήρε τον τελικό της τίτλο το 1687 και βασίσθηκε στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος», στην οποία εντοπίζονται τα κλασικιστικά χαρακτηριστικά της εποχής και αναπτύσσεται το θέμα της αρετής.
Η τραγωδία «Φαίδρα» σύμφωνα με κριτικούς αποτελεί «…τον ακρογωνιαίο λίθο του γαλλικού δράματος». Η συγκεκριμένη τραγωδία διέπεται από τις κλασικιστικές αρχές της εποχής όπως είναι η εγγύτητα με τους αρχαίους, η ανάδειξη της ευπρέπειας και της λογικής που πρέπει να διακατέχει την ανθρώπινη φύση, το «υψηλό» ύφος στη συγγραφή της, η καλά οργανωμένη ενότητα του θεατρικού έργου καθώς και ο διττός ρόλος που πρέπει να έχει ένα σύγγραμμα της διδασκαλίας και της τέρψης.
Ο Ρακίνας στον πρόλογο της τραγωδίας συνοπτικά επισημαίνει τη θεματική της, την πλοκή του έργου με ιδιαίτερες αναφορές στους χαρακτήρες του καθώς και τις διδαχές που απορρέουν από αυτή. Επιπρόσθετα, ως αρχαιολάτρης, σε πολλά σημεία επαινεί την αυθεντία των αρχαίων επισημαίνοντας ότι η τραγωδία αυτή έρχεται σε αρμονία με τις αντιλήψεις που απορρέουν από το έργο του Ευριπίδη, με τις υποδείξεις του Αριστοτέλη περί τραγωδίας και με τους μύθους του Πλουτάρχου και του Βιργιλίου. Στα πλαίσια προσαρμογής του έργου στην εποχή του, ο Ρακίνας προσφεύγει σε διαφοροποίηση των χαρακτήρων της Φαίδρας και του Ιππολύτου ώστε να τονισθεί η έννοια του πάθους και των δεινών που αυτό προκαλεί και να αναδειχθεί η έννοια της αρετής.
Στο παρακάτω απόσπασμα η Φαίδρα συνομιλεί με τον Ιππόλυτο. Ευρισκόμενη σε σύγχυση στον πρώτο της μονόλογο, δηλαδή στους στίχους 634 έως 663, φαίνεται άθελά της να εκφράζει τον κρυφό πόθο της προς αυτόν. Η αντίδραση του Ιππόλυτου τη συνεφέρει αλλά τελικά εξαναγκάζεται να του φανερώσει το ερωτικό της πάθος:
«Ναι! Σ’ αγαπώ. Μα μην σκεφτείς πως αγαπώντας σε
Τον έρωτα μου αποδέχομαι και παριστάνω την αθώα.»
Όπως προκύπτει από το δεύτερο μονόλογο της βασίλισσας στους στίχους 671 έως 711, το πάθος αυτό τής έχει επιβληθεί από ανώτερες θεϊκές δυνάμεις:
«Και το φαρμάκι της αγάπης που τρελή τη σκέψη μου θολώνει
Μη φανταστείς ότι νωθρά κι αυτάρεσκα το έχω θρέψει.
Μιας Θεϊκής εκδίκησης άμοιρος στόχος,»
ενώ έχει επίσης επίγνωση ότι ο πόθος αυτός είναι φρικτός, αποστρέφεται τον εαυτό της και επιζητά την τιμωρία όπως φαίνεται στους στίχους:
«Απ’ ότι με αποστρέφεσαι ακόμα πιο πολύ εγώ σιχαίνομαι τον εαυτό μου»
«Τι λέω; Αυτά που ομολόγησα μόλις πριν λίγο,
Τούτα τα αίσχη, θαρρείς πως με την θέληση μου τα ‘χω ομολογήσει;» και
«Γι’ άλλον δε μίλησα, οϊμέ, παρά μόνο για σένα.
Για έναν έρωτα φρικτό πάρε εκδίκηση, τιμώρησέ με.»
Στο απόσπασμα αυτό προβάλλεται η τραγική φιγούρα της Φαίδρας και συγχρόνως ο ποιητής καταφέρνει να αποδώσει την έννοια της αρετής τόσο στη συμπεριφορά αυτής όσο και του Ιππολύτου. Η Φαίδρα, και μόνο στην αποκάλυψη του πάθους της που γνωρίζει ότι είναι ανήθικο, επιζητά τη λύτρωση και την τιμωρία, ενώ ο Ιππόλυτος με χαρακτηριστικά έντιμη στάση πιστεύει ότι δεν ακούει καλά και ότι κατηγορεί αδίκως τα αθώα λόγια της βασίλισσας:
«Συχώρα με, Κυρά. Το λέω, και κοκκινίζω,
Πως λαθεμένα κατηγόρησα λόγια αθώα.
Από ντροπή να σε θωρώ άλλο πια δεν αντέχω»
Η κλασικιστική θεώρηση που επικρατούσε την περίοδο του 17ου αιώνα είχε ως θεματολογία την ανάλυση της συμπεριφοράς και των πράξεων της ανθρώπινης φύσης. Ως πρότυπο συμπεριφοράς του ανθρώπινου υποκειμένου θεωρούνταν οι πράξεις που όφειλαν να ταυτίζονται με τη λογική και την ευπρέπεια. Αυτή απορρέει από τη γαλλική βασιλική αυλή και στη συγκεκριμένη τραγωδία τη θέση των μελών της βασιλικής οικογενείας λαμβάνουν η Φαίδρα και ο Ιππόλυτος. Ως εκ τούτου κάθε πράξη αντίθετη προς τον κανόνα θεωρείτο αφύσικη και όσοι αφήνονταν να παρασυρθούν από τα πάθη τους τελικώς ετιμωρούντο. Με αυτόν τον τρόπο επερχόταν η κάθαρσις. Αυτή ήταν και η διδαχή της τραγωδίας όπως επεσήμανε στον πρόλογο του ο Ρακίνας.
Βιβλιογραφία.
Racine Jean, Φαίδρα, μτφρ. Στρατής Πασχάλης, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1990.