ΟΙ ΑΜΟΡΟΖΕΣ, ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΣΑΔΙΑΖΟΥΝ (πρίν το 1209).
Sirventes
Οι αμορόζες κάθε που τις κατσαδιάζουν,
Σαν τον κυρ-λύκο γλυκομίλητα απαντούν:
Άλλες γιατί είναι από γενιά το φίλο μπάζουν.
Άλλες γιατί από φτώχεια αβάσταγη ψοφούν,
Άλλες γιατί έχουνε με γέρο παντρευτεί,
Άλλες γιατί είν’ νταρντάνες κι άντρα έχουν κοντό,
Άλλες γιατί δεν έχουν δεύτερο βρακί·
Μα τα ίδια κάνουνε κι αυτές που έχουνε δυό!
Πολύ κοντά τον πόλεμο ας τον λογαριάζουν
Όσοι πως άναψε στη χώρα τους ακούν·
Μα στο κρεβάτι τους στα σίγουρα τον μπάζουν
Απ’ τις γυναίκες τους όσοι άγρια μισηθούν.
Σκληρότερη έχτρα εγώ απ’ αυτή δεν έχω δει.
Και κάποιον ξέρω που σαν πάει σ’ αλαργινό
Ταξίδι, χαίρονται η γυναίκα κι η αδερφή,
Και δεν του λέν: «Να ξαναρθείς με το καλό!»
Άλλοι σε πλούσια ζεύκια ξημεροβραδιάζουν
Με φαγητά που μ’ ατιμίες τ’ αποχτούν,
Γιατί όσα ψήνουνε σφαχτά δεν τ’ αγοράζουν
Παρά να κλέβουν απ’ αυτούς που τα πουλούν.
Κάποιος, δε λέω ποιός, τρώει χωρίς καμιά ντροπή
Κάθε Χριστούγεννα κρέας που ’ναι αμαρτωλό·
Αν πιστεύει όμως πως τιμά έτσι τη γιορτή
Είναι χαζός σα βυζανιάρικο μωρό.
Τον κλέφτη το φτωχό ανελέητα δικάζουν,
Τον διαπομπεύουν και σκληρά τον τυραννούν.
Μα αυτόν που κλέβει το δημόσιο τον θαυμάζουν
Κι όλοι σαν άρχοντα τρανό τονε τιμούν.
Τον κλέφτη το φτωχό τον κρεμούν για μιά κλωστή,
Και τον κρεμά αυτός που ’κλεψε άλογο ακριβό.
Της Δικαιοσύνης σοφή απόφαση είν’ αυτή:
«Ο πλούσιος κλέφτης να κρεμάει το φτωχό».
Για μένα τραγουδώ και φλάουτο παίζω. Ας σκάζουν
Όσοι της γλώσσας μου το νόημα δεν νογούν·
Έτσι σαν κελαηδεί τ’ αηδόνι όλοι δαυμάζουν,
Όμως τί λέει να καταλάβουν δεν μπορούν.
Εγώ λαλώ σε ντόπια γλώσσα ανθρωπινή
Κι είναι το νόημά της τα΄λελεια λαγαρό.
Μα αυτοί που έχει η συνείδησή τους στομωθεί
Δε νιώθουν ποιό είναι το καλό, ποιό το κακό.
Αν κάποιος βλάκας τώρα δα καταπιαστεί
Με το τραγούδι μου, γουρούνι θα είν’ σωστό.
Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης.