Πληκτικό Απόγευμα – Tarde de tedio, Carmen Martín Gaite

ΑΝΤΕ, σήκω, είχες πει ότι απόψε θα βγαίναμε μαζί σου αν έκανε καλό καιρό και τώρα θέλει να μας βγάλει η Χουάνα. Πες της να μη μας βγάλει. Μας το ‘πες χθες ότι θα βγαίναμε μαζί σου, έτσι; Μάλωσέ τη γιατί δεν μας αφήνει να μπούμε και λέει ότι θα μας δείρει, αν μπούμε, και έσπρωξε τον Ερνέστο και τώρα κλαίει εκεί έξω, δεν τον ακούς; Άντε, γιατί κοιμάσαι, όλο κοιμάσαι, σε βαρέθηκα.

– Χριστέ μου, τι παιδί, δεν μιλάνε έτσι στη μαμά, είν’ αμαρτία. Με συγχωρείτε, κυρία, δεν τα βγάζω πέρα μαζί τους, κάνουν του κεφαλιού τους. Έλα, κούκλα μου, της μαμάς τής πονάει το κεφάλι, η Χουάνα θα σας πάει στο πάρκο.

– Αλλού αυτά, δεν είναι άσκημα, πριν μιλούσε με τις ώρες στο τηλέφωνο και γελούσε. Νομίζει ότι βρέχει, γιατί δε βλέπει φως, θα σηκώσω τα ρολά να δεις τι καλό καιρό κάνει, να μας πας στο έργο με τη ζούγκλα, έλα σήκω, αυτό με την αρκούδα που μαθαίνει στο παιδάκι να χορεύει και μετά πάει και τρώει όλες τις μπανάνες απ’ τη φοινικιά κι η αρκούδα κλαίει, δεν ξέρω γιατί.

– Είναι το έργο που είδαν την Κυριακή μαζί μου. Άσε κάτω τα ρολά, αχ, τι παιδί, έλα πάμε στο πάρκο, είπα. Αυτό το έργο το ‘χετε δει.

– Ναι, αλλά ο Ερνέστο δεν το καταλάβαινε κι η μαμά θα του το εξηγήσει, αλήθεια, μαμά; Στον μπαμπά λες ότι μας τα εξηγείς όλα κι ότι σ’ αρέσουν τα παιδικά έργα κι εκείνος θέλει να έρχεσαι μαζί μας και να μας τα εξηγείς, αλλά όποτε έρχεται η Χουάνα ξέρει μόνο να γελάει και να περνάει καλά αυτή και να λέει ότι αυτή είναι η αρκούδα ναι, αυτή είναι αλλά εγώ λέω γιατί έκλαιγε η αρκούδα. Μαμά, η Χουάνα με σπρώχνει, να μη με σπρώχνει.

– Α, μην αρχίζετε Ανίτα, παιδί μου, αφήστε με ήσυχη. Ξεκόλλα από πάνω μου. Καλά θα κάνεις να χτενιζόσουνα. Θα πάμε άλλη μέρα.

– Ναι πώς, όλο «άλλη μέρα» λες, αλλά εγώ δεν πάω στο πάρκο γιατί βαριέμαι με τη Μαρισόλ κι όταν εκείνη δεν είναι, βαριέμαι ακόμα περισσότερο.

– Ακούστε, μην τους δίνετε σημασία, σ’ αυτό το συρτάρι υπάρχουν χρήματα. Αν βαρεθούν το παιχνίδι, τους πηγαίνετε να δουν το ζωολογικό κήπο και μετά μπορείτε να κολατσίσετε σε μια καφετέρια που τους αρέσει. Χτενίστε τους λιγάκι.

– Εγώ δεν πηγαίνω με τη Χουάνα στην καφετέρια, γιατί κάνει την κυρία κι εγώ ντρέπομαι.

– Αρκετά, βαρέθηκα πια. Θα πάτε με τη Χουάνα όπου σας πάει εκείνη. Έληξε η συζήτηση. Κάνει καλό καιρό, Χουάνα;

– Μάλιστα, κυρία. Πάρα πολύ καλό.

– Εμπρός, δώσε μου ένα φιλάκι και πες στον Ερνέστο να μην κλαίει, θα βγούμε αύριο.

– Ψέματα, είσαι ψεύτρα, δεν σ’ αγαπάω, ούτε ο Ερνέοτο σ’ αγαπάει.

– Πάψε, κορίτσι μου. Δε λένε τέτοια πράγματα στη μαμά, γιατί θα φωνάξει τον μπαμπούλα. Σας παίρνω ένα κατοστάρικο. Άντε ξεκινήστε. Καλή ξεκούραση, κυρία. Να σας μαζέψω αυτά τα ρούχα που ‘χετε διπλωμένα εδώ;

– Όχι, αφήστε τα, Χουάνα. Δοκίμαζα προηγουμένως τα καλοκαιρινά φορέματα, αφήστε τα τώρα, σας παρακαλώ, πρέπει πρώτα να δω τι πρέπει να πάω στο καθαριστήριο και τη μοδίστρα, αχ τι κουραστικά παιδιά, πάρτε τους πια να μην τους ακούω, μη μαζεύετε τίποτε σας λέω, δεν σας είπα να τους πάρετε επιτέλους, πάψε Ανίτα, για όνομα του Θεού, φύγετε, θα μ’ αφήσετε στην ησυχία μου; Αφήστε με ήσυχη!

Αρκετή ώρα μετά τη φασαρία που συνόδευσε την αναχώρηση των παιδιών (ένα τέταρτο, μισή ώρα;) η λέξη ησυχία συνέχιζε να βολοδέρνει πάνω στους τοίχους του δωματίου σα μια παγιδευμένη χρυσόμυγα που επέμενε να κυκλοδρομεί συνέχεια πάνω από ένα σωρό καλοκαιρινά φορέματα πεταμένα στην πολυθρόνα και το κρεβάτι. Στο μισοσκόταδο, ξεχωρίζουν μεταξύ τους σαν τις ξεχασμένες φυσιογνωμίες φίλων που ξανασυναντιούνται. Το μπλε, το ριγέ, το μπλουτζίν παντελόνι, το κόκκινο, η μπλούζα που δεν άρεσε στον Αντόνιο… Κάτι πρέπει να κάνει μ’ αυτό, τουλάχιστον με το ριγέ που στοίχισε τρεις χιλιάδες πεσέτες. Η γυναίκα ανακάθεται, κοιτάζει το ταβάνι. Για μια στιγμή η σκέψη της φεύγει από τα ταγιέρ με τη θέα μιας σταλαγματιάς που το σχήμα της θυμίζει φώκια, μετά σκέφτεται πως έτσι, με το καθισιό, μπορεί να περάσει ολόκληρο απόγευμα και πως θα ‘ταν καλύτερα να πάει στο σπίτι της μοδίστρας, παρόλο που βαριότανε και να της πει τι αλλαγές ήθελε. Έχει μπροστά της όλο τ’ απόγευμα, τα παιδιά δεν θα ‘ρθουν μέχρι τις εφτάμισι και τελικά δεν θα κοιμηθεί, θα έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να κοιμηθεί, αλλά η ίδια αυτή σιωπή στο άδειο σπίτι την έχει εκνευρίσει, η ίδια η ηχώ της λέξης που ξεστόμισε στάθηκε εκεί ανεβοκατεβαίνοντας τους τοίχους και διώχνοντας τον ύπνο που φαινόταν να την κυριεύει. Όχι, δε νυστάζει καθόλου, η νύστα δεν βαραίνει τα μάτια της. Κοιτάζει το ταβάνι ενώ σκέφτεται πως πρέπει να το ξαναβάψει και τα μάτια της στριφογυρίζουν κάτω απ’ τα βλέφαρα, ανήσυχα, χωρίς να ξέρουν πού ν’ αναπαυτούν.

Βέβαια να κοιμηθεί θα ήταν μια λύση˙ αυτό το σίγουρο και μηχανικό καπρίτσιο θα ήταν μια επίπλαστη επιθυμία που θα δεχόταν χωρίς διάθεση ή χαρά, στο όνομα κάποιων απώτερων σκοπών, όπως θα ‘ταν στην προκειμένη περίπτωση το να σταματήσει να κοιτάζει το ταβάνι και να φαντάζεται τον οποιονδήποτε μπογιατζή να βγάζει όλα τα τζουμπλέκια στο διάδρομο τη μέρα που επιτέλους θα ‘ρθει: ή ακόμα, να σταματήσει να νιώθει στα πόδια του κρεβατιού αυτόν τον εκβιαστικό μπόγο των ρούχων, που ανασύρει ένα χρόνο παρελθόντα και που υπoβάλλει σχέδια για τον επόμενο. Όχι, δεν είναι κουρασμένη, ξεσκεπάζεται, τεντώνει τα μακριά λευκά πόδια της, τα κοιτάζει ικανοποιημένη, τι κρίμα που η μίνι φούστα δεν ήταν στη μόδα στη δεκαετία του ’40. Μπα, είναι φανερό πως δεν έχει όρεξη να κοιμηθεί. Αλλά μήπως έχει όρεξη να πάει και στη μοδίστρα;

Σηκώνεται, το ριγέ τουλάχιστον θ’ άξιζε τον κόπο να το επιδιορθώσει, η μόδα έχει αλλάξει τόσο πολύ. Το πιάνει και το ξεχωρίζει απ’ τα υπόλοιπα. Καλά θα ‘ταν να ‘βρισκε τη διάθεση να φθάσει μέχρι το Ρίος Ρόσας στο σπίτι της Βιθέντα, το 18 την αφήνει κοντά, να δοκίμαζε το φόρεμα σ’ εκείνο το δωμάτιο με τα παλιομοδίτικα μπιμπλό που μυρίζει κλεισούρα και να τα τέλειωνε όλα το ίδιο αυτό βράδυ, ν’ αποφάσιζε μαζί της εκεί: «Κοιτάξτε, θα ήθελα…» αλλά αυτή η Βιθέντα της σπάει τα νεύρα, έτσι που τη βλέπει να στέκεται πίσω από τον καθρέφτη, σαν κούτσουρο, ατάραχη, με τα βατραχίσια μάτια της να την κοιτάζουν και μ’ εκείνη την άχρωμη φωνή «δεν σας πέφτει άσχημα… όχι, εάν θέλετε να το ξηλώσετε, εγώ σας το ξηλώνω… εγώ, ό,τι μου πείτε εσείς… ωραία εντάξει… τότε λοιπόν, λοξό;» Δεν παίρνει τίποτα στα ζεστά, δεν σε βοηθάει ν’ αποφασίσεις. Είναι διαφορετική απ’ την Κάρμεν την κομμωτριούλα, τι χάρμα γυναίκα, με το που σε βλέπει να μπαίνεις σε κάνει να ‘χεις διάθεση για τα πάντα, έτσι πρέπει, γιατί ένα επάγγελμα δεν είναι μόνο να ξέρεις να ράβεις ή να χτενίζεις, είναι ακόμα να καταλαβαίνεις τι θέλει ο πελάτης, ή και να τον κάνεις να θέλει κάτι. Φόρεσε το ριγέ φόρεμα, το ύφασμα εξακολουθεί να είναι υπέροχο, αλλά είναι πολύ τσαλακωμένο, κι έτσι άσπρη που είναι δεν την κολακεύει. Και το φερμουάρ το ανεβάζει με πολλή δυσκολία κυρίως απ’ τη μέση και πάνω. Πιάνει το στομάχι της, προσπαθεί να το σφίξει κι αυτό φαίνεται στο πρόσωπό της που παίρνει μια έκφραση αγωνίας κι αηδίας. Βρίσκει φρικτό τον εαυτό της και καταλαβαίνει ότι αυτό που χρειάζεται είναι ένας καλός λόγος κι ότι η Βιθέντα δεν της κάνει. Βγάζει το φόρεμα και τ’ αφήνει να πέσει στο πάτωμα, πηγαίνει προς το παράθυρο, το κορμί της ανάμεσα στον αφαλό και το κάτω μέρος του σουτιέν χαλαρώνει ανάλαφρα, απαλλαγμένο απ’ το βλέμμα που την επόπτευε πριν λίγα λεπτά. Απ’ το διάπλατα ανοιχτό παράθυρο μπαίνει τώρα το μουρμουρητό ενός ηλιόλουστου και κουραστικού απομεσήμερου, ένας απόηχος από κόρνες και ξεφωνητά κι αυτή η πρώτη μαγιάτικη κουφόβραση. Η λέξη ησυχία παύει και να βουίζει και το σκάει στο δρόμο σα να ήταν πραγματικά χρυσόμυγα.

Μέσα στο άπλετο αυτό φως διακρίνεται καθαρά η ηλικία της σαραντάχρονης γυναίκας. Είναι αχτένιστη και με την κομπινεζόν μπροστά στον καθρέφτη και περνάει ανόρεχτα τα δάχτυλά της απ’ το κεφάλι της, ένα κρίσιμο μέρος στο σώμα της όπου ο χρόνος άφησε τα ίχνη του. Τα μαλλιά της έχουν αραιώσει κι είναι βαμμένα στην απόχρωση που είχαν τα νομίσματα πριν τον πόλεμο. Αν τα έκοβε; Δυναμώνουν κι άλλωστε την κάνουν πιο νέα. Ακόμα, το πλεονέκτημα που έχει το κομμωτήριο είναι ότι βρίσκεται τόσο κοντά που δεν έχει καιρό ν’ αλλάξει γνώμη. Βάζει ένα φόρεμα στην τύχη και βγαίνει στο δρόμο. Τ’ άφησε όλα ανακατωμένα αλλά θα τα μαζέψει η Χουάνα. Στο δρόμο της παρόλο που το κομμωτήριο είναι κοντά, βρήκε ένα περίπτερο και κοντοστάθηκε. Από τις χρωματιστές φωτογραφίες σ’ όλα τα εξώφυλλα των περιοδικών, οι εικοσάχρονες όλου του κόσμου, αυτές που γεννιόντουσαν ή κυοφορούνταν στο Τορίνο, τη Σοβιετική Ένωση, το Όσλο ή το Μαϊάμι όταν εκείνη αντίστοιχα ήταν εικοσάχρονη και τραγουδούσε τραγούδια που τώρα ξανάρθαν με τα γυρίσματα της μόδας, την καρφώνουν κοροϊδευτικά με το γλαρό ή χαμογελαστό τους βλέμμα και με τα ίσια και μακριά μαλλιά τους, με κότσους, με πλεξούδες, με περούκες, με μπούκλες. Σκέφτεται ότι ίσως είναι ανοησία να κόψει τα μαλλιά της, ότι είναι σχεδόν σίγουρο πως δεν θ’ αρέσει στον Αντόνιο κι όλα της τα πρώτα σχέδια ξαναπέφτουν στο κενό. Φτάνει στο κομμωτήριο μουδιασμένη.

– Τι έκπληξη, μαύρα μάτια κάναμε να σας δούμε. Τι θα φτιάξετε;

– Λούσιμο και φορμάρισμα. Δεν ξέρω αν τα κόψω κιόλας λιγάκι. Όχι πολύ, όπως τα κόψατε στην κυρία Σοριάνο προχθές, ξέρετε τι εννοώ, να τις μύτες μπροστά λίγο πιο μακριές, αλλά να είναι ίσια αν και δεν ξέρω πώς θα μου πήγαινε εμένα… ξέρω κι εγώ τι να τα κάνω τα μαλλιά μου, Κάρμεν, σου μιλάω ειλικρινά.

– Μην ανησυχείτε θα γίνουν πολύ ωραία, κατάλαβα τι μου λέτε. Όμως γιατί δεν μ’ ακούτε, πάντοτε σας το ‘λεγα, αυτό που θα έπρεπε να κάνετε είναι να τα φτιάξετε μες, θα σας πήγαιναν χάρμα οι μες.

– Νομίζεις;

– Βέβαια, και μάλιστα θα σας τις φτιάξω τώρα αμέσως.

– Σήμερα Κάρμεν, δεν ξέρω…, δεν τ’ αποφασίζω.

– Α, εγώ όμως τ’ αποφασίζω κι είμαι εγώ που πρέπει να σας τις φτιάξω. Θέλετε να ομορφύνετε, δεν είν’ έτσι;

– Έτσι είναι.

– Έ, λοιπόν, αν θέλετε να ομορφύνετε, να μην ανησυχείτε καθόλου. Αφήστε το σ’ εμένα κι εγώ θα σας κάνω όμορφη.

– Καλά, αλλά αν θυμώσει μετά ο άντρας μου, το φταίξιμο θα ‘ναι δικό σου.

– Σύμφωνοι, να μας τον στείλετε εδώ. Ένας σύζυγος όμως δεν θυμώνει όταν βλέπει τη γυναίκα του όμορφη.

– Δεν ξέρω, δεν θα καθυστερήσω πολύ;

– Τίποτα, τι να καθυστερήσετε, δώστε μου τη ζακέτα σας. Πέπι, άρχισε να λούζεις την κυρία.

Κάτω απ’ όλα τα σεσουάρ τα κεφάλια σηκώθηκαν για να τη δουν που περνούσε με τα βρώμικα και αραιά μαλλιά της. Ακόμα μπορεί να φύγει, να πει ότι θα επιστρέψει μετά, αλλά ξέρει πως δεν θα το κάνει. Την έχει ξανανιώσει αυτή τη μαγεία του να συνεχίζει να προχωράει παρά το φόβο που αρχίζει να την καταλαμβάνει καθώς φαντάζεται τον εαυτό της τόσο αλλαγμένο, αυτό το φόβο που κεντρίζει με το άγνωστο και συγκεκριμένα με την κρίση του Αντόνιο. «Τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Και πάντοτε φταίνε τα νεύρα σου. Αλλά, νεύρα με τι, από κούραση, από τι; σε ρωτάω. Υπηρεσία, βοηθό και τα παιδιά όλο το πρωί στο σχολείο. Η αλήθεια είναι ότι δεν σε καταλαβαίνω, Ισαμπέλ, σκέφτεσαι μόνο πώς να ξοδεύεις, θα ‘πρεπε να κοιτάξεις γύρω σου, τον κόσμο λίγο πιο έξω που έχει ένα σωρό προβλήματα και πραγματικές δυσκολίες»… Αυτά θα πει. Αν δεν του αρέσουν οι μες ή αν έρθει κουρασμένος από το ιατρείο, σίγουρα θα βγάλει στην επιφάνεια τις δυσκολίες των άλλων και θα της διηγείται βαριές περιπτώσεις αρρώστων σα να ‘ταν παπάς. Και τι σχέση έχει αυτή με τους άλλους; Μια φορά μόνο ζούμε κι η ζωή τελειώνει, στον καθένα τελειώνει η δική του. Ο κόσμος υποφέρει πολύ σύμφωνοι, αλλά ο καθένας υποφέρει όσο του αναλογεί, με τις δικές του τις σκοτούρες κι έληξε.

– Σας πονάω;

– Όχι, κούκλα μου.

– Σας έβαλα σαμπουάν αυγού.

Τι ωραία που λούζει το κεφάλι της αυτό το κορίτσι, πόσο ξεκουράζει αυτή η πίεση των παιδικών σχεδόν δαχτύλων στο τριχωτό δέρμα. Ο κόσμος που κάνει καλά τη δουλειά του είναι συμπαθητικός, άλλωστε αφού πληρώνονται πρέπει να την κάνουν καλά.

– Τελειώσαμε, περάστε από δω.

Οι κυρίες του σεσουάρ σκύβουν για να την ξανακοιτάξουν καθώς περνάει με τυλιγμένη την πετσέτα στο κεφάλι της και με λίγα τσουλούφια που έχουν ακόμα το χρώμα των προπολεμικών νομισμάτων. Μετά δεν θα την αναγνωρίσουν. Ίσως είναι καλύτερη ή χειρότερη, πάντως θα είναι διαφορετική. Η αναποφασιστικότητά της εξανεμίζεται. Η Κάρμεν τη φώναξε: «Ελάτε από δω» και σταμάτησε κάπως απότομα τους πρώτους δισταγμούς της. «Αφήστε το σ’ εμένα». Αφήνεται πραγματικά στα έμπειρα χέρια που με προσοχή κι αποτελεσματικότητα αρχίζουν να δουλεύουν επιδέξια στο κεφάλι της. Ήταν ό,τι χρειαζόταν αυτό το απόγευμα˙ καλή διάθεση για να συνεχίσει να εμφανίζεται με μια θέληση που δεν έχει, αφού αυτό που ακριβώς ζητούσε ήταν ν’ αναλάβει κάποιος το ρόλο της: αναζητούσε αυτή την αίσθηση του να αφεθεί σε κάποιον που θα είχε το πρόσταγμα, αυτή που, μικρό κοριτσάκι, πίεζε τον εαυτό της να διαλέξει το ρόλο του άρρωστου όταν έπαιζαν τους γιατρούς. Αλλά το γιατρό, λίγα κοριτσάκια ήξεραν να τον παίζουν καλά. Να τη κιόλας με κοντά μαλλιά, της φαίνονται περίεργα, αλλά δεν πειράζει, έχει εμπιστοσύνη στην Κάρμεν. Τώρα της τα χωρίζει σε τσουλούφια που βρέχει προσεχτικά μ’ ένα πινέλο βουτηγμένο σ’ ένα γκριζωπό υγρό. Το υγρό το ‘χει βάλει σ’ ένα κεσέ από γιαούρτι. Σκέφτεται αφηρημένα ότι τα παιδιά θα κολατσίζουν, ότι αυτή η ιστορία με τις μες τραβάει σε μάκρος κι ότι δεν θα τη βρούνε στο σπίτι όταν γυρίσουν, αλλά είναι μια σκέψη ουδέτερη, χωρίς καμιά φόρτιση με τύψεις ή ανησυχία.

Όταν φτάνει σπίτι της είναι σαν να σαπίζει σ’ ένα γνώριμο κι ευχάριστο μέρος, να ξυπνάει η συνείδησή της, να σταματά να ονειροβατεί ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές, να ακινητοποιεί για λίγο αυτή τη φυσαλίδα, την ίδια της την εικόνα που ο αέρας την παίρνει από δω κι από κει. Τώρα η Κάρμεν της αφήνει ένα πανεράκι με τσιμπιδάκια και μπιγκουτί και της ζητάει να της τα δίνει ένα ένα. Εκείνη υπακούει πειθήνια. Δενσχολιάζουν τίποτα, ένα ελαφρό χαμόγελο συνενοχής είναι αρκετό, όταν τα μάτια τους συναντιόνται στον καθρέφτη. Ξέρουν και οι δυο με το παραπάνω ότι διατάζει αυτή που στέκεται πίσω της. Τώρα της φοράει το φιλέ και τα πλαστικά καλύμματα για τ’ αυτιά.

– Εντάξει είμαστε. Περάστε στο σεσουάρ. Πέπι, περιοδικά για την κυρία.

Βρίσκεται σε αναμονή ξαναβλέποντας τα πρόσωπα της επικαιρότητας, τα αισθηματικά προβλήματα της επικαιρότητας, τη μόδα της επικαιρότητας. Μήνα το μήνα, η μόδα ανεβαίνει και κατεβαίνει ιλιγγιωδώς, είναι πια τόσο δύσκολο να ‘σαι μέσα σ’ όλα, να τα μαθαίνεις όλα. Αυτά που βγαίνουν στα εικονογραφημένα περιοδικά μεταμορφώνονται συνέχεια και λανσάρουν τη ζωή και τον έρωτα και παρόλο που αυτές οι μεταμορφώσεις μπορεί να ‘ναι νοικιασμένες απ’ τα κομμωτήρια, είναι τόσο γοητευτικές. Γι’ αυτήν όλα είναι ίδια, τα Σάββατα δειπνά με τους ίδιους φίλους, κοιμάται με τον ίδιον άντρα, μαλώνει τα ίδια παιδιά για τα ίδια πράγματα˙ αν αλλάξει κάτι, θα είναι υπηρέτρια ή υδραυλικό. Όσο και να παίρνουν, δεν μπορεί να θεωρήσει ακριβή αυτή τη στιγμή της αλχημείας, αυτή την αναμονή του καινούριου ενώ την περιποιούνται, την προσέχουν και την κατευθύνουν.

– Να σας το χαμηλώσω λιγάκι;

– Ναι, με καίει πολύ. Πρέπει να ‘μαι σχεδόν έτοιμη.

– Όχι, όχι. Χρειάζεστε λίγο ακόμα. Θέλετε άλλα περιοδικά;

Η Ζακελίν Ωνάση είναι σ’ όλα. Οχυρωμένη πίσω απ’ τα σκούρα της γυαλιά, προγευματίζει σ’ ένα λιμάνι, κοιμάται σ’ άλλο, ενώ λικνίζεται στα κύματα της Αδριατικής μέσα στο γιοτ της που το σημαδεύει ο τηλεφακός όλων των φωτογράφων του κόσμου σαν τη γυναίκα εκείνου του παλιού τραγουδιού: «Πλέει για το Κάιρο η κυρία μέσα στο γιοτ της το δυτικό»… Τότε τις λέγανε μοιραίες γυναίκες κι υπήρχαν λιγότερες, σχεδόν όλες απ’ το σινεμά, απαγορευμένες και μακρινές, σε ρόλους που υποδύονταν η Μάρλεν ή η Τζόαν Κρόφορντ. Πόσο τη συγκινούσαν οι μοιραίες γυναίκες όταν πήγαινε σχολείο. Ήταν όμως μια ζήλια διαφορετική απ’ αυτή που αισθάνεται τώρα, ήταν μια ζήλια χαρούμενη που δεν της έκανε κακό… Αναταραχές φοιτητών στη Ρώμη, το Παρίσι, την Αγγλία. Τι να ζητάνε, τι να θέλουνε, με είκοσι μόνο χρόνια στην πλάτη τους; Τους βλέπει σε φωτογραφίες με ταραχές, πετώντας πέτρες, χτυπώντας τους αστυνομικούς, δίνοντας κλοτσιές και δαγκώνοντας, με τα μαλλιά μέσα στα μάτια τους, τόσο όμορφοι και τολμηροί. Δεν ξέρει γιατί διαμαρτύρονται, μακάρι όμως να τους έμοιαζε.

Βγαίνει απ’ το σεσουάρ με την αίσθηση ότι έχει πιει πολύ, κόκκινη και με τ’ αυτιά της να βουίζουν. Έχει πέσει το δειλινό και το κατάστημα είναι άδειο. Λυπάται που οι υπόλοιπες κυρίες δεν θα μπορούν να τη δουν. Είναι η καλύτερη στιγμή. Αφήνεται να της βγάλουν τα μπιγκουτί, αφήνεται να τη χτενίσουν, να ξάσουν τα μαλλιά της και να τα βουρτσίσουν και να παρακολουθεί το καινούριο της πρόσωπο να μεταμορφώνεται με το καινούριο χτένισμα. Τα μάτια της γίνονται νοσταλγικά. Της αρέσει.

– Πώς σας φαίνεται;

– Μου φαίνεται περίεργο.

– Έτσι γίνεται πάντα. Αλλά μη μου πείτε ότι σας πάνε άσχημα οι μες.

– Άσχημα, όχι, δεν λέω.

– Λίγη λακ ακόμα;

– Όχι, είν’ εντάξει. Μπορώ να τηλεφωνήσω μια στιγμούλα;

– Και βέβαια, περάστε.

Το τηλέφωνο βρίσκεται σ’ ένα εσωτερικό δωματιάκι, εκεί που φυλάνε τις παραγγελίες των βαφών και των σαμπουάν. Κάθεται σ’ ένα σκαμνάκι και σχηματίζει τον αριθμό. Μια νεανική γυναικεία φωνή απαντάει μ’ ένα «παρακαλώ» τρυφερό και μουσικό, σαν των μοντέρνων γραμματέων. Είναι η καινούρια νοσοκόμα.

– Ο γιατρός Κουέβας;

– Είναι απασχολημένος. Είστε από κάποιο ταμείο ή δεν έχετε ασφάλιση;

– Είμαι η γυναίκα του.

– Περιμένετε μια στιγμή. Δενξέρω αν μπορεί να σας μιλήσει. Περιμένει για μια στιγμή και στο τέλος ακούει τη φωνή του Αντόνιο.

– Ναι;

Είναι ένας τόνος ξερός κι αφηρημένος, όπως πάντα. Γιατί περίμενε κάτι διαφορετικό; Επειδή έκανε μερικές γκρι μες στα μαλλιά της;

– Τι κάνεις, έχεις πολλή δουλειά;

– Ναι, βέβαια. Έχω επισκέψεις.

– Α, τι ώρα θα ‘ρθεις στο σπίτι;

– Αργά. Έχω έναν τοκετό στο νοσοκομείο. Μη με περιμένεις για φαγητό.

– Καλά. Δεν μπορείς να τ’ αναβάλεις;

– Τι ερώτηση, Ισαμπέλ! Μήπως τρέχει τίποτα;

– Όχι, τίποτα. Είχα όρεξη να ‘βγαινα απόψε. Έχει ωραίο καιρό.

– Μα βγήκαμε χτες. Εγώ είμαι πολύ κουρασμένος.

– Δεν θα τελειώσεις νωρίς;

– Πού θες να ξέρω. Θα πάω στο νοσοκομείο μόλις τελειώσω από δω.

– Α καλά. Λοιπόν, αυτά.

– Γεια σου.

– Γεια σου.

Κλείνει το τηλέφωνο και βγαίνει. Η Κάρμεν έχει βγάλει την άσπρη ποδιά και δεν μοιάζει πια με μάγο. Είναι μια ασήμαντη και κάπως γελοία κοπελίτσα. Επαναλαμβάνει πως είναι πολύ όμορφη με τις μες και της παίρνει τριακόσιες ογδόντα πεσέτες. Χαιρετιούνται. Στην πόρτα κοντοστέκεται.

– Λέω ν’ αγοράσω κι ένα διχτάκι. Ίσως δε βγω απόψε και δε θα ‘θελα να μου χαλάσουν πολύ καθώς θα κοιμάμαι.

– Μάλιστα, θα βάλετε λίγο βαμβάκι αντί για μπιγκουτί όπως σας είπα και τις προάλλες κι από πάνω το διχτάκι.

Της το τυλίγει και της το δίνει.

– Γεια σου, Κάρμεν, θα τα ξαναπούμε.

– Γεια σας, κυρία Κουέβας. Κι όπως είπαμε, αν ο άντρας σας διαμαρτυρηθεί να μας τον στείλετε˙ να τον γνωρίσουμε κιόλας.

– Ούτε λόγος, άλλωστε είναι και πολύ όμορφος.

– Κύλησε ο τέντζερης λοιπόν. Θα δείτε τι πειράγματα θα σας κάνει.

– Να δούμε. Γεια σου, Κάρμεν.

– Γεια σας, κυρία Κουέβας.

Έχει ακόμα φως αρκετό γιατί τώρα σκοτεινιάζει αργά. Κι είναι τόσο κοντά στο σπίτι της. Το χειρότερο είναι που γυρίζει. Βαδίζει αργά, βαριεστημένα, σταματώντας κάθε τόσο για να κοιταχτεί στα τζάμια των βιτρίνων. Τα παιδιά θα κάνουν μπάνιο. Και η Ζακελίν Ωνάση τι να κάνει; Μερικές κάργες πετούν ψηλά, πάνω απ’ τις ταράτσες των κτιρίων και κρώζουν.

Διασχίζει το δρόμο. Διακρίνει πια την εξώπορτα του σπιτιού της.

μτφρ. Ελένη Χαρατσή

Anda, levántate, habías dicho que esta tarde salíamos contigo si hacía bueno, y ahora Juana nos quiere llevar ella. Dile tú que no; ¿verdad que nos lo has dicho ayer que vamos contigo? Ríñela, que no nos deja entrar y dice que nos va a pegar si entramos, y a Ernesto le ha empujado y está llorando ahí afuera, ¿no lo oyes? Venga, ¿por qué te echas?, siempre te estás echando, eres una pesada.

_Jesús, qué niña, eso a la mamá no se le dice, qué pecado. Perdone, señora, no puedo con ellos, se me escapan aquí. Vamos, guapita, a tu mamá le duele la cabeza, Juana os lleva al parque.

_Mentira podrida, no está mala, antes ha estado hablando por teléfono mucho rato y se reía. Es que se cree que llueve porque no ve la luz, te subo la persiana, verás cómo hace bueno, nos llevas a la película de la selva, anda., levántate, ésa del oso que le enseña al niño a bailar y luego va y se come los plátanos del cocotero y llora el oso no sé por qué.

_Esa es la que vieron el domingo conmigo. Deja esa persiana, ¡ay, qué niña!, venga, vamos al parque te he dicho. Esa película ya la habéis visto.

_Sí, pero Ernesto no la entendía y mamá se la explica, ¿verdad, mamá?; a papá le dices que nos lo explicas todo y que te gustan las películas de niños, y él quiere que vengas y nos las expliques, pero si viene Juana sólo sabe reírse y pasarlo bien ella y decir que ése es el oso, pues eso ya, pero digo que por qué lloraba el oso. Mamá, me empuja Juana, que no me empuje.

_Ay, no empecéis, Anita hija, dejadme en paz. Quítate de encima, más valía que te peinaras. Otro día vamos.

_Sí claro, siempre dices «otro día», pues yo al parque no voy porque me aburro con Marisolín, y si no va, peor.

_Mire, no les haga caso, en ese cajón hay dinero; los lleva a ver la casa de fieras, si se aburren jugando, y luego pueden merendar de cafetería, que les gusta a ellos. Péineles un poco.

_Yo con Juana no voy a la cafetería porque se hace la fina y me da vergüenza.

_Basta, ya estoy harta. Vais con Juana donde ella os lleve y hemos terminado de hablar. ¿Hace bueno, Juana?

_Sí, señora, buenísimo.

_Hala, dame un beso, y dile a Ernesto que no llore, que mañana salimos.

_Mentira, mentirosa, no te quiero, ni Ernesto tampoco.

_Cállate, niña, si le dices esas cosas a la mamá te lleva Camuñas. Le cojo cien pesetas. Venga, vamos. Que descanse, señora. ¿Le recojo esta ropa que tiene revuelta por aquí?

_No, déjelo, Juana. Es que me he estado probando antes los trajes de verano, déjelo ahora por favor, tengo que ver primero lo que hace falta llevar al tinte y a la modista, ¡ay, qué pesadez de niños!, lléveselos de una vez que no los oiga, ¡no recoja nada, le digo!, ¿no le estoy diciendo que se vayan de una vez?, cállate, Anita, por amor de Dios, ¡iros!, ¿me queréis dejar en paz? ¡Dejadme en paz!

Aún largo rato después de los últimos ruidos que han precedido a la marcha de los niños (¿un cuarto de hora?, ¿media?), la palabra paz se ha quedado rebotando contra las paredes del cuarto como un moscardón encerrado que insistiera en bordonear principalmente sobre el montón de trajes veraniegos esparcidos por la butaca y la cama. En la media penumbra se distinguen unos de otros como las fisonomías olvidadas de amigos que se vuelven a encontrar. El azul, el de rayas, el pantalón vaquero, el rojo, la blusa que no le gustaba a Antonio… Habrá que hacer algo con ellos, por lo menos con el de rayas que costó tres mil pesetas. La mujer se remueve, mira al techo. La visión de una gotera cuyo dibujo recuerda el de una foca la distrae momentáneamente de la idea de los trajes, luego piensa que así tirada se le puede pasar la tarde y que mejor sería llegarse a casa de la modista por pereza que dé y decirle las reformas que quiere. Tiene toda la tarde por delante, los niños hasta las siete y media no vienen, y al fin no se va a dormir; tendría que proponérselo mucho, pero el mismo silencio de la casa en paz la ha puesto nerviosa, el mismo hipo de la palabra paz que ella disparó y que se ha quedado subiendo y bajando por las paredes, desbaratando el sueño que parecía preludiar. No, no tiene sueño; los ojos que miran ese techo, pensando ahora que habría que volver a pintarlo, no albergan sueño alguno. Aunque tampoco sosiego; dan vueltas, encerrados en sí mismos, sin saber dónde posarse. Dormir sería, desde luego, una solución, ese vicio rutinario y seguro sería deseo postizo acariciado sin deleite ni alegría, en nombre solamente de objetivos secundarios, como podrían ser en este caso los de dejar de ver el techo y de imaginar el posible pintor que hará sacar todos los trastos al pasillo el día que por fin venga, o dejar de sentir también ese revoltijo acuciante de ropas a los pies de la cama que evidencian un año transcurrido y sugieren proyectos para otro. No, cansada no está, se destapa, mueve las piernas largas y blancas, se las mira complacida, qué lástima que no hubiera la moda de la minifalda por los años cuarenta; nada, es evidente que no tiene ganas de dormir. Pero, ¿es que tiene ganas de ir a la modista? Se levanta, por lo menos el de rayas valdría la pena arreglarlo, ha cambiado tanto la moda; lo palpa, lo separa de los otros; sería bueno sacar ganas de llegarse hasta Ríos Rosas, a casa de Vicenta, el autobús 18 no deja mal, probarse el traje en aquella habitación con bibelots pasados de moda que huele a cerrado y dejar eso resuelto esta misma tarde, decidir allí con ella: «Verá usted, lo que yo quiero…», pero es que ataca los nervios Vicenta con su impasibilidad y sus ojos de rana, verla allí detrás en el espejo, de pie, mirándote como un palo, y con aquella voz de sosera: «Pues no le está a usted mal… no, si yo, por deshacérselo, se lo deshago… yo, lo que me diga… bueno, bien… entonces ¿cómo? ¿con un bies?». No se toma interés por nada, no te ayuda a decidir. Distinto de Carmen, la peluquerita, qué cielo de mujer, es verte entrar y ya te está animando a lo que sea, como tiene que ser, porque un oficio no consiste sólo en saber coser o peinar, es también interpretar lo que quiere el cliente, o hasta hacerle que quiera algo. Se ha puesto el traje de rayas, la tela sigue siendo preciosa, pero está arrugadísimo y así tan blanca no favorece; la cremallera sube, además, con dificultad, sobre todo de cintura para arriba; se palpa el estómago, trata de contraerlo y esto le repercute en la cara, que adquiere una expresión de ansiedad y asco. Se ve horrible y comprende que lo que necesita es consuelo y que Vicenta no le sirve. Sé quita el traje y lo deja caer al suelo, va hacia la ventana, la carne que separa el borde inferior del sostén del norte del ombligo se relaja a sus anchas, libre de la mirada vigilante de hace unos segundos. Por la ventana, abierta ahora de par en par, entra el rumor de la tarde soleada y cansina, un eco de bocinas y estridencias y ese primer sofoco de mayo. La palabra paz deja de zumbar definitivamente y se escapa a la calle como un moscardón que era.

A esta luz cruda se revelan netamente los cuarenta años de la mujer que, despeinada y en combinación ante el espejo, se pasa ahora los dedos con desaliento por otra importante zona de su cuerpo donde el tiempo ha hecho estragos: la cabeza, rematada por un pelo no muy abundante y teñido de color perra chica de las que había antes de la guerra. ¿Y si se lo cortara? Se fortalece y, además, rejuvenece mucho. La ventaja que tiene, además, la peluquería es que está tan cerca que no da tiempo a cambiar de idea. Se pone un traje cualquiera y se larga a la calle. Lo ha dejado todo revuelto, pero ya lo recogerá Juana.

Por el camino, aunque la peluquería está cerca, ha tenido tiempo de ver un puesto de periódicos. Desde las portadas de todos los semanarios ilustrados, las veinteañeras del mundo entero, las que estaban naciendo o gestándose en Turín, la Unión Soviética, Oslo o Miami cuando ella tenía, a su vez, veinte años y cantaba canciones que ahora vuelve a traer el vaivén de la moda, la asaetan burlonamente con los ojos lánguidos o sonrientes y sus pelos lisos y largos, con moños, con trenzas, con pelucas, con tirabuzones. Piensa que puede ser una bobada cortarse el pelo, que lo más fácil es que no le guste a Antonio, y vuelven a derrumbarse sus nacientes propósitos. Llega mohína a la peluquería.

_Hombre, cuánto tiempo sin verla. ¿Qué se va a hacer?

_Lavar y marcar; pero no sé si cortarme también un poco. No mucho, como le cortaron el otro día a la señora de Soriano, ¿sabe cómo le digo?, así las puntas de delante un poco más largo, pero que quede liso, aunque no sé qué tal me estaría a mí…, es que no sé qué hacerme con el pelo, Carmen, le digo la verdad.

_Usted no se preocupe que le quedará muy bien, ya le he entendido lo que me dice. Pero además, hágame caso, usted lo que debía de hacer era ponerse mechas, siempre se lo estoy diciendo, le irían de fenómeno unas mechas; ya lo vería.

_¿Usted cree?

_Claro, como que se las voy a poner hoy mismo.

_Hoy no sé, Carmen…, no me decido.

_Ah, pero yo sí, que soy quien se las tiene que poner. Usted quiere verse guapa, ¿no?

_Hombre, claro.

_Pues eso, si quiere verse guapa, no tiene que preocuparse de más. Me deja a mí, que yo la pongo guapa.

_Bueno, luego si se enfada mi marido, la culpa es suya.

_De acuerdo, nos lo manda usted aquí. Pero ¿cómo se va a enfadar un marido de ver a su mujer guapa?

_No sé, ¿no me entretendré mucho?

_Nada, qué se va a entretener, déme la chaqueta. Pepi, vete lavando a la señora.

De debajo de todos los secadores se han levantado rostros a mirarla pasar con su melena sucia y rala. Todavía podía irse, decir que vuelve luego, pero sabe que no lo hará. Es un maleficio conocido este de seguir andando, a pesar del miedo que empieza a invadirla al imaginarse tan cambiada, ese miedo excitante a lo desconocido y concretamente al juicio de Antonio. «No sabes qué inventar. Y siempre echándole la culpa a los nervios. Pero nervios ¿de qué, y cansancio de qué?, pregunto yo. Asistenta, chica y los niños en el colegio toda la mañana; la verdad, Isabel, es que no te entiendo, sólo piensas en gastar, con la cantidad de problemas y desgracias de verdad como tiene la gente por ahí, necesitarías mirar a tu alrededor…» Eso dirá; si no le gustan las mechas o viene cansado de la consulta, seguro que saca a relucir lo de las desgracias ajenas y a contarle casos de enfermos graves, como si fuera un cura. ¿Y qué tiene que ver ella con los demás? Sólo se vive una vez y la vida se va, a cada cual se le va la suya. La gente sufre mucho, de acuerdo, pero cada uno sufre lo suyo, sus propias sensaciones y se acabó.

_¿Le hago daño?

_No, guapa.

_Le he puesto champú de huevo.

Qué bien lava la cabeza esta chica, cómo descansa esa presi6n de los dedos casi infantiles sobre el cuero cabelludo. Es simpática la gente que hace bien lo que hace; ya que lo cobran, que lo hagan bien.

_Ya está, pase allí.

Las señoras de los secadores se vuelven a mirarla pasar con la toalla arrollada a la cabeza y un poco de pelo, todavía color perra chica de las de antes de la guerra, asomando. Luego no la reconocerán; quedará mejor o peor, pero estará distinta. Se desvanecen todas sus indecisiones. Carmen la ha llamado: «Venga acá», y ha atajado una primera insinuación suya con cierta dureza: «Usted déjeme a mí.» Se siente realmente abandonada en sus manos expertas que con toda eficacia y atención empiezan a trabajar y manipular en su cabeza. Era lo que necesitaba esta tarde; buena gana de seguir fingiendo una voluntad que no tiene, si precisamente lo que quería era ser sustituida: buscaba esta sensaci6n de abandonarse a otro que manda, la misma que, de niña, la empujaba a elegir siempre el papel de enfermo cuando jugaban a los médicos; pero de médico bien pocas niñas sabían hacer. Ya tiene el pelo cortado, se ve rara, pero no importa, se fía de Carmen. Ahora se lo va separando en grupitos que humedece cuidadosamente con un pincel untado en un líquido grisáceo. El líquido lo tiene echado en un tarro de yogur. Piensa vagamente que los niños estarán merendando, que lo de las mechas entretiene, y que no van a encontrarla en casa a la vuelta, pero es una idea neutra, sin carga alguna de remordimiento ni de inquietud. Llegar a este lugar es pudrirse en terreno sabido y placentero, aquietar la conciencia, dejar de flotar entre diversas posibilidades, fijar por unas horas esa pompa de aire que es la propia imagen, soplada de acá para allá. Ahora Carmen le pasa un cestito con las pinzas y los rulos, y le pide que se los vaya dando; ella obedece sumisamente; no comentan nada, es suficiente una leve sonrisa de complicidad cuando sus ojos se encuentran en la luna del espejo. Las dos saben de sobra que la que manda es la de atrás. Ahora le pone la redecilla y las orejeras de plástico.

_Ya está. Pase al secador. Pepi, revistas para la señora.

Y ahora, a esperar, pasando revista a los rostros de actualidad, a las modas de actualidad. Cada mes sube y baja la moda vertiginosamente, es tan difícil ya apuntarse a todo, enterarse de todo. La gente que sale en los periódicos ilustrados continuamente se transforma, estrena vida y amor. Con lo apasionantes que son las transformaciones, aunque sean estas transformaciones alquiladas de peluquería. Para ella todo es igual, cenar los sábados con los mismos amigos, dormir con el mismo hombre, reñir a los mismos niños por las mismas cosas; si cambia de algo es de criada o de fontanero. Por mucho que cobren, ¿cómo puede ser caro este rato de alquimia, esta espera de algo nuevo mientras te manipulan, te atienden y dirigen?

_ ¿Se lo pongo más bajo?

_Sí, me quema mucho. Ya casi debo estar.

_ No, no; le falta un poco. ¿Quiere otras revistas? Jacqueline Onassis en todas viene. Escudada tras sus gafas oscuras, desayunando en un puerto y durmiendo en otro, balanceándose sobre las olas del Adriático, en su yate escrutado por el teleobjetivo de todos los fotógrafos del mundo, como la protagonista de aquella canción ya antigua: «Rumbo al Cairo va la dama / en su yate occidental»… Entonces se llamaban mujeres fatales y había menos, casi siempre del cine, prohibidas y lejanas, en papeles que hacían Marlene o Joan Crawford, ¡cómo le emocionaban a ella, cuando iba al Instituto, las mujeres fatales!, pero era una envidia alegre, que no hacía daño… Revueltas de estudiantes en Roma, en París, en Inglaterra. Pero ¿qué pedirán?, ¿qué querrán, teniendo veinte años? Se les ve retratados en revoltijo, tirando piedras, pegando a los guardias, debatiéndose a patadas y mordiscos con el pelo sobre los ojos, tan guapos y atrevidos. Se quejen de lo que se quejen, ¡quién estuviera en su piel!

Sale del secador como si hubiera bebido mucho, enrojecida, con los oídos zumbando. Ha caído la tarde y el local está vacío. Le da pena que no puedan verla las otras señoras. Es el momento mejor. Dejarse quitar los rulos, dejarse peinar, cardar y cepillar, y ver cómo va componiéndose el rostro nuevo bajo el pelo nuevo. Pone ojos soñadores. Se gusta.

_ ¿Cómo se ve?

_ Me veo rara.

_Eso pasa siempre. Pero no me diga que le están mal las mechas.

_No, mal no.

_ ¿Más laca?

_No, está bien. ¿Puedo llamar un momento por teléfono?

_Sí, cómo no, pase.

En un cuartito interior donde guardan los pedidos de tintes y de champú, está el teléfono. Se sienta en una banqueta y marca el número. Una voz joven de mujer pronuncia el «Dígame» afectado y musical de las secretarias de ahora. Es la enfermera nueva.

_ ¿El doctor Cuevas?

_Está ocupado. ¿Es de alguna sociedad o particular?

_ Es de parte de su señora.

_Espere un momento. No sé si se podrá poner.

Tiene que esperar un rato, al cabo del cual oye la voz de Antonio.

_Dime.

Es un tono seco y distraído, el de siempre. ¿Por qué esperaba otra cosa? ¿Por haberse puesto unas mechas grises en el pelo?

_ ¿Qué haces, trabajas mucho?

_ Sí, claro. Estoy pasando consulta.

_Ya. ¿A qué hora vuelves a casa?

_ Tarde. Hay un parto en el Sanatorio. A cenar no me esperes.

_Ya. ¿No lo puedes dejar?

_¡Qué preguntas, Isabel! ¿Es que pasa algo?

_No, nada, que tenía ganas de salir esta noche. Hace bueno.

_Ya salimos anoche. Yo estoy cansadísimo.

_ ¿No terminarás pronto?

_ ¡Cómo lo voy a saber! Me voy al Sanatorio en cuanto acabe aquí.

_Ya. Bueno, pues nada.

_Hasta luego.

_Adiós.

Cuelga el teléfono y sale. Carmen se ha quitado la bata blanca y ha dejado de ser mago. Es una chiquita insignificante y algo cursi. Le repite que está guapísima con las mechas y le cobra trescientas ochenta pesetas. Se despiden. Ella se vuelve en la puerta.

_No sé si que me venda usted también una redecilla. A lo mejor esta noche no salgo y no querría que se me deshiciera mucho durmiendo.

_Pues sí. Se pone usted unos algodones, en vez de rulos, como le dije la otra vez, y luego la redecilla encima.

Se le envuelve y se le da.

_Adiós, Carmen, hasta otro día.

_Adiós, señora Cuevas. Y ya le digo, que nos mande usted a su marido, si protesta, que así le conocemos.

_Ni hablar, que es muy guapo.

_Tal para cual entonces. Ya verá los piropos que le echa.

_Veremos. Adiós, Carmen.

_ Adiós, señora Cuevas.

Es todavía de día porque ya anochece tarde. Y está tan cerca de casa. Volver es lo peor. Camina lentamente, perezosamente, parándose a cada paso a mirarse en las lunas de los escaparates. Los niños se estarán bañando. Y Jacqueline Onassis, ¿qué hará? Unos vencejos altos y chillones revolotean por encima de las terrazas de los edificios. Cruza la calle. Ya se ve su portal.

Madrid, junio 1970

This entry was posted in Λογοτεχνία and tagged , . Bookmark the permalink.