Rawls περί θεωρία της Δικαιοσύνης – Jonh Rawls Theory of Justice

la-justiceΗ εργασία αυτή πραγματεύεται τις νεωτερικές για την εποχή τους απόψεις του Rawls σχετικά με τις αρχές της δικαιοσύνης που όφειλε σύμφωνα με την άποψη του να υιοθετήσει μια πολιτικά βιώσιμη κοινωνία. Οι απόψεις του Rawls εδράζονται σε σκέψεις που διατύπωσε ο Kant δυο αιώνες πριν. Έχοντας κοινή αφετηρία σε πολλά ερωτήματα με τον Kant, και ενστερνιζόμενος την συμβολαιική παράδοση, ο Rawls ανέπτυξε περαιτέρω τις απόψεις του Kant περί αντίληψης για τη δικαιοσύνη που όφειλε να διέπει την εξουσία του κράτους. Ορμώμενος από ηθικές αρχές όπως και ο Kant, ο Rawls διατύπωσε θεωρία για τη δικαιοσύνη η οποία διέθετε πλεονεκτήματα έναντι της επικρατούσας θεωρίας της ωφελιμοκρατίας.

Η πολιτική φιλοσοφία του Rawls παρότι διατυπώθηκε σχεδόν δύο αιώνες μετά του Kant συνδεόταν σε πολλά σημεία με αυτή.Ο Rawls με τη σειρά του αναβίωσε την συμβολαιοκρατική παράδοση και μέσω των αρχών και των κανόνων που διατύπωσε προσπάθησε να επεξεργασθεί το ρόλο της δικαιοσύνης.Η δικαιοσύνη σε μια κοινωνία θεωρείτο αρετή των θεσμών της και ο ρόλος της ήταν να ορίσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών της αλλά και τον καταμερισμό των ευεργετημάτων.Πίστευε όπως και ο Kant ότι η πολιτική θεωρία όφειλε να εδράζεται στην ηθική και ειδικότερα η αντίληψη μας περί δικαιοσύνης να βασίζεται σε ηθικές κρίσεις.

Ο Rawls προσπάθησε να διατυπώσει τις αρχές μιας θεωρίας περί δικαιοσύνης αποδίδοντας της τον χαρακτηρισμό «θεωρία της δικαιοσύνης ως ακριβοδικία». Ο ορισμός της δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας αναφερόταν στις αρχές της δικαιοσύνης που θα αποδέχονταν τα μέλη εντασσόμενα σε μια κοινοπολιτεία ως έλλογα όντα εβρισκόμενα σε αρχική κατάσταση ελευθερίας και ισότητας.Οι αρχές σύμφωνα με το Rawls που θα ήταν η καλύτερη επιλογή από τους πολίτες δεδομένου ότι θα διασφάλιζαν τα συμφέροντα τους και οι οποίες θα επιλέγονταν με ορθολογικότητα ήταν δύο.Η πρώτη αρχή είχε να κάνει με την απονομή ίσων ελευθεριών και η δεύτερη με τη διευθέτηση των κοινωνικών ανισοτήτων σύμφωνα με την οποία θα υπάρχει ιδιαίτερη μέριμνα για τους λιγότερο προνομιούχους και επιπλέον να διασφάλιση της ισότητας των ευκαιριών. Οι αρχές αυτές επίσης ιεραρχούνταν και απόλυτη προτεραιότητα δινόταν στην εξασφάλιση των βασικών ελευθεριών. Επίσης η αξία της ισότητας προηγείτο της συνολικής ευημερίας και η ισότητα των ευκαιριών της αρχής της διαφοράς. Ο Rawls υποστήριξε ότι σε μια κοινωνία είχε υποχρέωση να απαλείφει τις ανισότητες, αλλά εφόσον δεν ήταν εφικτό αυτό να επιτρέπονται μόνο αυτές που θα βελτίωναν τη θέση των λιγότερο ευνοημένων στην κοινωνία. Αυτό το όρισε ως αρχή της διαφοράς.

Ο Rawls επιχειρηματολόγησε υπέρ των αρχών αυτών. Το πρώτο του επιχείρημα αφορούσε την ισότητα των ευκαιριών που έπρεπε να δίδεται στα μέλη της πολιτείας. Διατύπωσε την άποψη ότι οι ανισότητες εντός της κοινωνίας έπρεπε να κάμπτονται και η πολιτεία να διανείμει ακριβοδίκαια τα μερίδια των πόρων της. Ανισότητες ήταν αποδεκτές μόνο εάν ήταν επωφελείς για όλη την κοινωνία. Τα φυσικά χαρίσματα και οι κοινωνικές περιστάσεις δεν θα έπρεπε να επηρεάζουν τη διανομή αυτή και ως εκ τούτου για να αμβλυνθεί αυτό και να ήταν εφικτή η ακριβοδικία των μεριδίων, ως μοναδική επιλογή ήταν να υιοθετηθεί από την κοινωνία η αρχή της διαφοράς.

Το δεύτερο επιχείρημα του Rawls αφορούσε το ότι η θεωρία της δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας αποτέλεσε παράδειγμα θεωρίας συμβολαίου. Εντός της συμβολαιικής κατασκευής ο Rawls υιοθέτησε την «πρωταρχική θέση ισότητας».  Το επινόημα αυτό βασίστηκε σε μια υποθετική κατάσταση όπου όλα τα μέλη στην αρχική τους θέση θα όφειλαν να διακατέχονται από ηθική ισότητα και κανείς δε θα πλεονεκτούσε ή μειονεκτούσε έναντι του άλλου λόγω της φυσικής τύχης ή κοινωνικών περιστάσεων.Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά και ο Rawls οι άνθρωποι θα έπρεπε να βρίσκονται πίσω από ένα «πέπλο άγνοιας» οπού όλοι θα είχαν τα ίδια δικαιώματα στη διαδικασία επιλογής αρχών δικαιοσύνης. Αυτή η αρχική κατάσταση σε συνάρτηση με το ότι οι άνθρωποι θεωρούνταν ηθικά πρόσωπα που διακατέχονταν από αίσθημα δικαιοσύνης αλλά και αίσθημα περί αγαθού, δηλαδή αυτό που προάγει τα συμφέροντα τους,είχε ως αποτέλεσμα κατά την διαδικασία της επιλογής των αρχών να υιοθετούνται οι ρωλσιανές αρχές.

Η πολιτική αυτή φιλοσοφία αναβίωσε τη συμβολαιική ορολογία. Το κοινωνικό συμβόλαιο στο Rawls αποτέλεσε εργαλείο για το φιλόσοφο και όχι μέσο για τη θέσπιση των αρχών της δικαιοσύνης. Η έννοια του συμβολαίου χρησιμοποιήθηκε ώστε οι αρχές που θα υιοθετούνταν αφενός να θεωρούνται ότι τις είχαν αποδεχθεί όλοι και θα είχαν ηθική βαρύτητα και αφετέρου ότι αυτές είχαν δημόσια φύση.Αυτή ήταν ουσιαστικά και η διαφορά στη θεώρηση του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ του Kant και του Rawls.

Ο Rawls έχει θέσει στο επίκεντρο της πολιτική του θεωρία το θέμα της ακριβοδικίας δεδομένου ότι οι αρχές της δικαιοσύνης που διατύπωσε επεδίωκαν αυτό το σκοπό. Η ίδια η ιδέα της δικαιοσύνης όπως επεξηγούσε ο φιλόσοφος είχε να κάνει με τη διανομή ίσων μεριδίων των κοινωνικών αγαθών στους πολίτες και ειδικότερα η κοινωνία έπρεπε μέσω των θεσμών της να καθορίσει πέραν των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων αυτών και την ακριβοδίκαιη κατανομή των ευεργετημάτων που παρήγε  η κοινοπολιτεία αυτή.

Έχοντας διατυπώσει τις αρχές της θεωρίας της δικαιοσύνης ως ακριβοδικία και λαμβάνοντας υπόψη ότι όλοι οι άνθρωποι θα διάγουν έναν βίο στα πλαίσια της κοινοπολιτείας δικαίου, ο Rawls ενσωμάτωσε στη θεωρία του την ιδέα των «πρωταρχικών αγαθών». Οι άνθρωποι θέλοντας να προσεγγίσουν το ευ ζην και να επιτύχουν τους σκοπούς τους εντός μιας εύτακτης κοινωνίας ωθούνταν με ορθολογικό τρόπο να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους αυτές. Για να καταστεί αυτό εφικτό έπρεπε να διαθέτουν πρωταρχικά αγαθά.Τα πρωταρχικά αγαθά σύμφωνα με το φιλόσοφο έπρεπε να διαχωρίζονται σε κοινωνικά και φυσικά. Κοινωνικά θεωρούνταν αυτά που μια κοινωνία δικαίου διένειμε στους πολίτες της μέσω των θεσμών της όπως πλούτο, ευκαιρίες, προνόμια, ενώ τα φυσικά αφορούσαν τα φυσικά προσόντα και χαρίσματα όπως η υγεία και η ευφυΐα. Η πρόσβαση σε πρωταρχικά αγαθά εντός των αρχών της δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας  βοηθούσε όλους τους πολίτες να διάγουν το βίο που τους άξιζε και να ικανοποιήσουν με ορθολογικότητα το ατομικό τους συμφέρον.

Η έννοια του αγαθού στην ικανοποίηση των επιθυμιών των πολιτών ήταν άμεσα συνυφασμένη για τον Rawls με την αντίληψη που αυτοί είχαν για την ορθολογικότητα των πράξεων τους. Η θεωρία της δικαιοσύνης ως ακριβοδικία μέσω της ιδέας της πρωταρχικής θέσης έθετε περιορισμούς στις φιλοδοξίες και τις επιθυμίες που μπορούσαν να έχουν οι άνθρωποι, αφού κατέληγαν στις αρχές της ως ισότιμα έλλογα ηθικά όντα έχοντας συλλογικά υιοθετήσει ένα ιδιαίτερο αίσθημα περί δικαιοσύνης και επιπλέον μια αντίληψη περί αγαθού. Ως εκ τούτου η θεωρία του Rawls ήταν δεοντολογική και προέκρινε την έννοια του ορθού έναντι του αγαθού, δηλαδή οι αρχές της είχαν ηθικά ερείσματα.

Τόσο ο Kant όσο και ο Rawls στη φιλοσοφία τους δε διαχωρίζουν την ηθική από το δίκαιο.Ο Kant στη φιλοσοφία του περί δικαίου εξέτασε τις ηθικές αρχές που θα όφειλαν να διέπουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων εντός μιας κοινοπολιτείας. Θεωρούσε το ανθρώπινο ον ως εκ φύσεως ηθικό και πολιτικό και ως εκ τούτου, εφόσον αυτό ενεργούσε αυτόνομα, δηλαδή υπό καθεστώς ελευθερίας και ισότητας, θα κατέληγε στην υιοθέτηση ορθών αρχών δικαιοσύνης. Η θεωρία της δικαιοσύνης ως ακριβοδικία προέκτεινε τη θέση αυτή του Kant με την ιδέα της πρωταρχικής θέσης. Ο Rawls διατύπωσε την άποψη ότι οι άνθρωποι υπό το «πέπλο της άγνοιας» δηλαδή έχοντας τους αφαιρέσει τις ιδιαίτερες κλίσεις και χαρίσματα θα επέλεγαν συνειδητά ως μέλη κοινωνίας, ανεξάρτητα από τη φύση τους, εκείνες τις αρχές της δικαιοσύνης που θα συγκροτούνταν με βάση την ηθική. Οι αρχές αυτές ήταν οι αρχές της δικαιοσύνης ως ακριβοδικία όπως υποστήριξε ο Rawls.

Ως εκ τούτου οι πολίτες μιας κοινωνίας έπρεπε να επιλέγουν τα πρόσφορα μέσα που αυτή τους παρέχει, ώστε να ικανοποιήσουν τους σκοπούς τους με ηθικό τρόπο. Οπότε οι ηθικές αυτές αρχές θα συγκροτούσαν μια θεωρία δικαιοσύνης και αυτό διασφαλιζόταν στο μεν Rawls με την πρωταρχική θέση, στο δε Kant με την αρχή της αυτοτέλειας.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Παπαγεωργίου, Κ., «Επίμετρο» στο Ρωλς, Τζων: Θεωρία της Δικαιοσύνης, Πόλις, 2001.

Παπαγεωργίου, Κ., Η Πολιτική δυνατότητα της δικαιοσύνης: συμβόλαιο και συναίνεση στον J. Rawls, Νήσος, 1994.

Ρωλς, Τζ., Θεωρία της Δικαιοσύνης, επιμ. Κ. Παπαγεωργίου, Πόλις, 2001.

Guyer, P., «Πολιτικά Δικαιώματα και Πολιτικές Υποχρεώσεις», στο Καντ, μτφ. Γ. Μαραγκός, Gutenberg, 2014.

Kymlika, W., «Φιλελεύθερη ισότητα», στο Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, μτφ. Γ. Μολύβας, Πόλις.

 

 

 

This entry was posted in Φιλοσοφία and tagged , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.