Category Archives: Χημεία

Chemistry

Sodium – Natrium – Νάτριο (11)Na

Νάτριο το [nátrio] (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο, μέταλλο μαλακό και αργυρόλευκο που οξειδώνεται εύκολα: Aνθρακικό ~, σόδα. Bορικό ~, ο βόρακας. Xλωριούχο ~, το αλάτι. Λάμπα νατρίου, που λειτουργεί με ατμούς νατρίου και δίνει κιτρινωπό φως. [λόγ. < παλ. … Συνέχεια

Posted in Γλώσσα, Χημεία | Tagged | Σχολιάστε

Potassium – Kalium – Κάλιο (19)K

Κάλιο το [kálio] : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα: Aνθρακικό ~, ποτάσα. [λόγ. < νλατ. cali(um) -ον < αραβ. qalī] Potassium [puh-tas-ee-uh m] : a silver-white soft light low-melting monovalent metallic element of the alkali metal group that occurs … Συνέχεια

Posted in Γλώσσα, Χημεία | Tagged | Σχολιάστε

Ακαδημία Πλάτωνος – Άσκηση Στατιστικής – Απαντήσεις

Posted in Γλώσσα, Επιστήμη, Ιστορία, Φιλοσοφία, Χημεία | Tagged | 2 Σχόλια

Ακαδημία Πλάτωνος – Άσκηση Στατιστικής

Πρόκειται για μια εργασία στα πλαίσια ενός σεμιναρίου. Δεν έχει νόημα να ξέρετε τα σωστά ή να τα ψάξετε. Απλώς παρακαλώ απαντήστε με όσο μεγαλύτερη ειλικρίνεια!!!! (Η προθεσμία έχει παρέλθει!Οι ερωτήσεις ήταν οι κάτωθι!) 1.Ποιο υλικό είναι καλύτερος αγωγός του … Συνέχεια

Posted in Γλώσσα, Επιστήμη, Ιστορία, Φιλοσοφία, Χημεία | Tagged | 2 Σχόλια

Selenium –Σελήνιο (34)Se

σελήνιο το [selínio] (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αμέταλλο χημικό στοιχείο με ιδιότητες που είναι ενδιάμεσες με τις αντίστοιχες του θείου και τελλούριου, το οποίο και βρίσκεται σπάνια ελεύθερο στη φύση. Λόγ. < νλατ. selenium < αρχ. Σελήν(η) -ium = -ιον … Συνέχεια

Posted in Γλώσσα, Χημεία | Tagged | Σχολιάστε

Tellurium – Tellur – Τελλούριο (52)Te

τελλούριο το : (χημ.) χημικό στοιχείο πολύ σπάνιο, μαλακό, λαμπερό, γκριζόλευκο ημιμέταλλο. Από το λατινικό tellus (γη). tellurium n. (tĕ-loor′ē-əm): A brittle, silvery-white, rare metallic element usually found in combination with gold and other metals. New Latin (1798), equivalent to … Συνέχεια

Posted in Γλώσσα, Χημεία | Tagged | Σχολιάστε

Oxygène – Oxygen – Sauerstoff – Οξυγόνο (8)O

οξυγόνο το [oksiγóno]: 1. αέριο χημικό στοιχείο, άχρωμο, άοσμο και άγευστο, που αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του ατμοσφαιρικού αέρα και του νερού, 2. (μτφ.) για κτ. πολύ χρήσιμο ή τελείως απαραίτητο λόγ. < γαλλ. oxygène < αρχ. ὀξύ(ς) … Συνέχεια

Posted in Γλώσσα, Χημεία | Tagged | Σχολιάστε

Hydrogen – Wasserstoff – Υδρογόνο, (1)H

Υδρογόνο το [iδroγóno]: (χημ.) χημικό στοιχείο σε αέρια μορφή, άχρωμο, άοσμο και άγευστο. Λόγ. < γαλλ. hydrogène < hydro- = υδρο- + -gène = -γόνον (επειδή παράγει νερό). Hydrogen n. (hī′drə-jən): a colorless, odorless, flammable gas, the lightest of the … Συνέχεια

Posted in Γλώσσα, Χημεία | Tagged | Σχολιάστε