-
Αρχείο
- Μαΐου 2020
- Απρίλιος 2020
- Μαρτίου 2020
- Σεπτεμβρίου 2019
- Ιουλίου 2019
- Σεπτεμβρίου 2018
- Αύγουστος 2018
- Ιουλίου 2018
- Δεκέμβριος 2017
- Νοέμβριος 2017
- Οκτώβριος 2017
- Φεβρουαρίου 2017
- Ιανουαρίου 2017
- Οκτώβριος 2016
- Σεπτεμβρίου 2016
- Αύγουστος 2016
- Ιουλίου 2016
- Απρίλιος 2016
- Μαρτίου 2016
- Φεβρουαρίου 2016
- Ιανουαρίου 2016
- Δεκέμβριος 2015
- Νοέμβριος 2015
- Σεπτεμβρίου 2015
- Αύγουστος 2015
- Ιουλίου 2015
- Ιουνίου 2015
- Μαΐου 2015
- Απρίλιος 2015
- Μαρτίου 2015
- Φεβρουαρίου 2015
-
Μεταστοιχεία
Category Archives: Χημεία
Sodium – Natrium – Νάτριο (11)Na
Νάτριο το [nátrio] (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο, μέταλλο μαλακό και αργυρόλευκο που οξειδώνεται εύκολα: Aνθρακικό ~, σόδα. Bορικό ~, ο βόρακας. Xλωριούχο ~, το αλάτι. Λάμπα νατρίου, που λειτουργεί με ατμούς νατρίου και δίνει κιτρινωπό φως. [λόγ. < παλ. … Συνέχεια
Potassium – Kalium – Κάλιο (19)K
Κάλιο το [kálio] : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα: Aνθρακικό ~, ποτάσα. [λόγ. < νλατ. cali(um) -ον < αραβ. qalī] Potassium [puh-tas-ee-uh m] : a silver-white soft light low-melting monovalent metallic element of the alkali metal group that occurs … Συνέχεια
Ακαδημία Πλάτωνος – Άσκηση Στατιστικής
Πρόκειται για μια εργασία στα πλαίσια ενός σεμιναρίου. Δεν έχει νόημα να ξέρετε τα σωστά ή να τα ψάξετε. Απλώς παρακαλώ απαντήστε με όσο μεγαλύτερη ειλικρίνεια!!!! (Η προθεσμία έχει παρέλθει!Οι ερωτήσεις ήταν οι κάτωθι!) 1.Ποιο υλικό είναι καλύτερος αγωγός του … Συνέχεια
Selenium –Σελήνιο (34)Se
σελήνιο το [selínio] (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αμέταλλο χημικό στοιχείο με ιδιότητες που είναι ενδιάμεσες με τις αντίστοιχες του θείου και τελλούριου, το οποίο και βρίσκεται σπάνια ελεύθερο στη φύση. Λόγ. < νλατ. selenium < αρχ. Σελήν(η) -ium = -ιον … Συνέχεια
Tellurium – Tellur – Τελλούριο (52)Te
τελλούριο το : (χημ.) χημικό στοιχείο πολύ σπάνιο, μαλακό, λαμπερό, γκριζόλευκο ημιμέταλλο. Από το λατινικό tellus (γη). tellurium n. (tĕ-loor′ē-əm): A brittle, silvery-white, rare metallic element usually found in combination with gold and other metals. New Latin (1798), equivalent to … Συνέχεια
Oxygène – Oxygen – Sauerstoff – Οξυγόνο (8)O
οξυγόνο το [oksiγóno]: 1. αέριο χημικό στοιχείο, άχρωμο, άοσμο και άγευστο, που αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του ατμοσφαιρικού αέρα και του νερού, 2. (μτφ.) για κτ. πολύ χρήσιμο ή τελείως απαραίτητο λόγ. < γαλλ. oxygène < αρχ. ὀξύ(ς) … Συνέχεια
Hydrogen – Wasserstoff – Υδρογόνο, (1)H
Υδρογόνο το [iδroγóno]: (χημ.) χημικό στοιχείο σε αέρια μορφή, άχρωμο, άοσμο και άγευστο. Λόγ. < γαλλ. hydrogène < hydro- = υδρο- + -gène = -γόνον (επειδή παράγει νερό). Hydrogen n. (hī′drə-jən): a colorless, odorless, flammable gas, the lightest of the … Συνέχεια