-
Αρχείο
- Μαΐου 2020
- Απρίλιος 2020
- Μαρτίου 2020
- Σεπτεμβρίου 2019
- Ιουλίου 2019
- Σεπτεμβρίου 2018
- Αύγουστος 2018
- Ιουλίου 2018
- Δεκέμβριος 2017
- Νοέμβριος 2017
- Οκτώβριος 2017
- Φεβρουαρίου 2017
- Ιανουαρίου 2017
- Οκτώβριος 2016
- Σεπτεμβρίου 2016
- Αύγουστος 2016
- Ιουλίου 2016
- Απρίλιος 2016
- Μαρτίου 2016
- Φεβρουαρίου 2016
- Ιανουαρίου 2016
- Δεκέμβριος 2015
- Νοέμβριος 2015
- Σεπτεμβρίου 2015
- Αύγουστος 2015
- Ιουλίου 2015
- Ιουνίου 2015
- Μαΐου 2015
- Απρίλιος 2015
- Μαρτίου 2015
- Φεβρουαρίου 2015
-
Μεταστοιχεία
Category Archives: Γλώσσα
Selenium –Σελήνιο (34)Se
σελήνιο το [selínio] (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αμέταλλο χημικό στοιχείο με ιδιότητες που είναι ενδιάμεσες με τις αντίστοιχες του θείου και τελλούριου, το οποίο και βρίσκεται σπάνια ελεύθερο στη φύση. Λόγ. < νλατ. selenium < αρχ. Σελήν(η) -ium = -ιον … Συνέχεια
Tellurium – Tellur – Τελλούριο (52)Te
τελλούριο το : (χημ.) χημικό στοιχείο πολύ σπάνιο, μαλακό, λαμπερό, γκριζόλευκο ημιμέταλλο. Από το λατινικό tellus (γη). tellurium n. (tĕ-loor′ē-əm): A brittle, silvery-white, rare metallic element usually found in combination with gold and other metals. New Latin (1798), equivalent to … Συνέχεια
Oxygène – Oxygen – Sauerstoff – Οξυγόνο (8)O
οξυγόνο το [oksiγóno]: 1. αέριο χημικό στοιχείο, άχρωμο, άοσμο και άγευστο, που αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του ατμοσφαιρικού αέρα και του νερού, 2. (μτφ.) για κτ. πολύ χρήσιμο ή τελείως απαραίτητο λόγ. < γαλλ. oxygène < αρχ. ὀξύ(ς) … Συνέχεια
Hydrogen – Wasserstoff – Υδρογόνο, (1)H
Υδρογόνο το [iδroγóno]: (χημ.) χημικό στοιχείο σε αέρια μορφή, άχρωμο, άοσμο και άγευστο. Λόγ. < γαλλ. hydrogène < hydro- = υδρο- + -gène = -γόνον (επειδή παράγει νερό). Hydrogen n. (hī′drə-jən): a colorless, odorless, flammable gas, the lightest of the … Συνέχεια
Ιστορία Λέξεων – ψήφος
ψήφος < αρχαία ελληνική ψῆφος < ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο ψῆφος (psêphos): θηλυκό ουσιαστικό ιωνικού τύπου, δωρικός τύπος: ψᾶφος, αιολικός τύπος: ψᾶφαξ ψῆφος (psêphos) (genitive ψήφου) f, (a) a pebble, small stone, (b) hence, from their use … Συνέχεια
Ιστορία Λέξεων – ἀρραβών
ἀρραβών < πιθανό δάνειο από σημιτική γλώσσα, πρβλ εβραϊκό ‘ērābōn, ή από άλλη γλώσσα της ανατολής. Erabon (ar-aw-bone’): eng. a pledge or guarantee, from arab in the sense of exchange. Αρραβών (masculine noun, a) earnest-money, b) generally, pledge, c) present, … Συνέχεια