Ένας άλλος, άλλος ένας – Another One and Another by Christos Chomenidis

portrait-of-dr-gachet-van-goghΜιά βροχερή Τετάρτη πέρυσι το Μάρτιο, με ξύπνησε μιά απερίγραπτη φαγούρα και με βασάνιζε ολόκληρη τη μέρα. Περπατούσα και ξυνόμουν, δούλευα και ξυνόμουν, έτρωγα κρατώντας το πιρούνι με το αριστερό και σκάβοντας με το δεξί κάθε σπιθαμή του σώματός μου. Το απόγευμα πιά, παραμέρισα και τον τελευταίο δισταγμό και επισκέφτηκα έναν δερματολόγο.

Ο επιστήμων με διέταξε να γδυθώ και να ξαπλώσω, έβγαλε από το συρτάρι του έναν μεγεθυντικό φακό και με εξέτασε με ιδιαίτερη εμβρίθεια. «Ήθελα να’ξερα από πού διάολο το κόλλησες!» είπε στο τέλος. «Μα δεν βαριέσαι – θα μπορούσες, στις μέρες μας, να’χεις αρπάξει και πολύ χειρότερα!» Είχα γουρλώσει τα μάτια. «Μη φοβάσαι, αγόρι μου. Θεραπεύεται.» με καθησύχασε. «Γιατρέ», του είπα, «μοιάζετε καταπληκτικά με τον κύριο Παύλο Παπαδάτο. Είστε δίδυμοι;» «Ποιός είναι αυτός ο Παπαδάτος;» «Ο διευθυντής μου στο Ταχυδρομείο. Φοράτε ως και τον ίδιο σκελετό γυαλιών!» «Όχι, δεν έχω σχέση με κανέναν Παπαδάτο», μού απάντησε ανεξήγητα θιγμένος κι ύστερα μου’γραψε ένα σπρέι, με το οποίο θα’πρεπε να ψεκάζομαι κάθε πρωί και βράδυ.

Η θεραπεία έφερε άμεσα αποτελέσματα – η φαγούρα υποχώρησε μέσα σε λίγες ώρες. Δεν πέρασε ωστόσο μιά εβδομάδα κι είχαμε και δεύτερο σύμπτωμα. Ξεκίνησα πρωί-πρωί, φορτωμένος με την καφετιά μου τσάντα κι αφού έκανα μιά στάση στο πρακτορείο του Ανέστη και συμπλήρωσα ένα δελτίο προπό, πήρα σβάρνα τα σπίτια για να μοιράσω την αλληλογραφία. Στην οδό Παναγιας Κεντήστρας 4 με περίμενε, όπως κάθε μήνα τέτοια μέρα, η κυρία Παναγέα, αξιοπρεπέστατη γριούλα, χήρα στρατηγού. Της έδωσα τη σύνταξη της και μου’χωσε στην τσέπη ένα χιλιάρικο. Στο νούμερο 10-12 του ίδιου δρόμου, είχα ένα συστημένο από Σικάγο για κάποια Eva Delidakis, που δεν την είχα δει ποτέ μου. «Έκτος!» μού γκάριξε απ’το θυροτηλέφωνο. Ανέβηκα με το ασανσέρ και στην είσοδο του διαμερίσματος ήρθα φάτσα με την κυρία Παναγέα! «Εσείς εδώ;» «Γιατί, γνωριζόμαστε;» μου έκανε με έντονη αμερικάνικη προφορά.

Κόντεψα να κατρακυλήσω από τις σκάλες. Ακόμα και αν υποθέταμε πως η σεβάσμια στρατηγίνα είχε αποφασίσει να μού σκαρώσει τέτοια πλάκα, ακόμα κι άμα σήκωνε τις νυχτικιές της και τη ρόμπα της και χοροπήδαγε από ταράτσα σε ταράτσα για να ξαναβρεθεί μπροστά μου, και πάλι δεν υπήρχε τρόπος να προφτάσει! Επρόκειτο για δύο διαφορετικά πρόσωπα, δεν χωρούσε αμφιβολία. Και όμως, ήταν ίδιες! Με τα βγαλμένα φρύδια και τα λουλακί μαλλιά, με τους βαρείς βαφτιστικούς σταυρούς πάνω στα ζαρωμένα στέρνα, με τις βραχνές από το κάπνισμα φωνές… Η Eva Delidakis με φιλοδώρησε μ’ένα δεύτερο χιλιάρικο -πανομοιότυπο με το πρώτο- και ύστερα μού βρόντηξε την πόρτα. Έμεινα αποσβολωμένος για κάνα πεντάλεπτο στο κατώφλι της και μονάχα η σκέψη ότι μπορεί να με παρακολουθούσε από το ματάκι, χαμογελώντας σαρδόνια, με έκανε να το βάλω στα πόδια. Ο λαμπρός ήλιος και οι φωνές του όχλου -κάθε Παρασκευή στήνεται στην Παναγιας Κεντήστρας η λαϊκή αγορά- κάπως με συνεφέρανε. Μπήκα, παρ’όλ’αυτά, στο καφενείο «Το Σούλι» και κατέβασα κάναδυό ούζα προτού συνεχίσω τη δουλειά μου.

Το τρίτο και σφοδρότερο χαστούκι έμελλε να μου το σβουρίξει η Χαριτίνη. Η βεργολυγερή, με την οποία τόσες στιγμές πάθους είχαμε μοιραστεί τα τελευταία χρόνια. Είχαν περάσει πιά σχεδόν τέσσερις μήνες από τον οριστικό μας χωρισμό, απ’όταν με είχε παρατήσει επειδή τής ήταν αδύνατον να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι είχα στα καλά καθούμενα διακόψει τις σπουδές μου για να γίνω ταχυδρομικός διανομέας. «Βάλε τα χέρια σου και βγάλ’τα μάτια σου αλλά όχι μπροστά μου!» είχε ουρλιάξει υστερικά και είχε λιποτακτήσει κλαίγοντας απ’τη ζωή μου. Είχαν περάσει, λέω, τέσσερις μήνες κι εγώ ένοιωθα τους νεανικούς χυμούς μου να ξεχειλίζουν και είχα βαρεθεί να τους αξιοποιώ αποκλειστικά για να ραντίζω τις σελίδες των πορνοπεριοδικών. Οι πληροφορίες εξάλλου από το μέτωπο του αγοραίου έρωτα έφταναν γαργαλιστικές. Με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, τα μπουρδέλα της επικράτειας είχαν -μάθαινα- κατακλυστεί από Σλάβες καλλονές, που άνοιγαν τα πόδια τους για ένα πεντοχίλιαρο και σε αποζημίωναν για τις θλιβερές στιγμές των εφηβικών σου χρόνων, όταν με το αντίστοιχο ποσό δεν εξασφάλιζες παρά τις υπηρεσίες κάποιου βαριεστημένου ερειπίου της ζωής, ίσως μεγαλύτερου κι από τη μάνα σου στην ηλικία.

΄Ετσι, ένα κυριακάτικο απομεσήμερο, με το στομάχι φουσκωμένο από ρεβιθόσουπα, καβάλησα το παπί μου και πήγα στην οδό Φυλής. Δεν είχα ιδιαίτερες συστάσεις, μπήκα συνεπώς στο πρώτο σπίτι που αντίκρισα. Η ποιοτική αναβάθμιση μού έγινε αμέσως φανερή. Βρέθηκα σε ένα κλιματιζόμενο σαλόνι – το αποσμητικό χώρου με άρωμα «άγριο δάσος» κάλυπτε κάθε ανεπιθύμητη μυρωδιά, ενώ το παλ ημίφως δρούσε αγχολυτικά επάνω στους επισκέπτες και τους εισήγαγε, υποτίθεται, σε ένα κλίμα αισθησιασμού. Κάθισα σ’έναν καναπέ -μάλλον ακριβότερο από εκείνον που είχα στο σπίτι μου- και κάπνισα ένα τσιγάρο χαζεύοντας τρεις πιτσιρικάδες που σαχλαμάριζαν απέναντι μου, με σορτς, επιγονατίδες και πατίνια στα πόδια ενώ ένας κουστουμαρισμένος σαρανταπεντάρης στο πλάι μου έκρυβε, υποθέτω, την αμηχανία του πίσω από μια ανοιχτή εφημερίδα. Τη στιγμή ακριβώς που η κάφτρα είχε φτάσει στο φίλτρο, εμφανίστηκε μία μικροσκοπική νευρώδης αδελφή και παρουσίασε το προσφερόμενο αγαθό: «Η κουκλίτσα μας, η Λίζα. Τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, θα μείνετε πολύ ευχαριστημένοι! Ποιός κύριος θα περάσει;» Το προσφερόμενο αγαθό, με τάνγκα και ψηλές κόκκινες γόβες, προχώρησε λικνιζόμενο μέχρι το κέντρο του δωματίου, έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του και χαμογέλασε επαγγελματικά. Μού πεταχτήκανε τα μάτια έξω. Η Λίζα ήταν η Χαριτίνη!

Δεν είχαμε εδώ δύο γριές γειτόνισσες, για να διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, ούτε έναν πομπώδη γιατρό κι έναν γλοιώδη διευθυντή ταχυδρομείου. Επρόκειτο για τον μεγάλο μου έρωτα, για τη γυναίκα που μου’χε φωτίσει τη ζωή κι είχα δει την ουσία των πραγμάτων κι είχα στρέψει – χάρη σ’εκείνη, έστω κι αντίθετα στη θέλησή της – την πλάτη σε όλα τα ασήμαντα και είχα προτιμήσει από μία κάλπικη καριέρα στελέχους επιχειρήσεων, την τεμπέλικη αξιοπρέπεια του ταχυδρομικού διανομέα! Τινάχτηκα από τον καναπέ. Η αρχική μου παρόρμηση ήταν να την αρπάξω απ’τα μαλλιά και να τη σύρω έξω απ’το μπουρδέλο. Την τελευταία στιγμή όμως συγκρατήθηκα κι άφησα την αρσενική τσατσά να με οδηγήσει σε μιά κάμαρα με διπλό κρεβάτι και νιπτήρα, για να πλένεις, φαντάζομαι, τ’αρχίδια σου πριν και μετά την πράξη. «Η κοπελίτσα θα’ναι μαζί σας σ’ένα λεπτουδάκι» με διαβεβαίωσε ο φανατικός των υποκοριστικών όταν τού έδωσα το πεντοχίλιαρο.

Βημάτιζα πάνω-κάτω, βγάζοντας καπνούς απ’τα ρουθούνια κι άκουγα πίσω απ’τους λεπτούς τοίχους τού πορνείου σομιέδες να τρίζουν. Γύρισα και την αντίκρισα ξαφνικά εμπρός μου – ούτε κατάλαβα πώς είχε γλιστρήσει στο δωμάτιο. Μου έφτανε μέχρι το πηγούνι, όπως πάντα, οι ρώγες της αλληθώριζαν παιχνιδιάρικα. «Θα βγάζεις τα ρούχα σου;» μου είπε βραχνιασμένη και μ’έσπρωξε ελαφρά για να πέσω στο στρώμα. «Γιατί Χαριτίνη το έκανες αυτό; Επειδή, δηλαδή, έγινα εγώ ταχυδρόμος, έπρεπε εσύ να καταντήσεις πόρνη; Γιατί; Γιατί;» Με κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τί τής έλεγα. «Θα βγάζεις τα ρούχα σου;» επανέλαβε κι άρχισε να τρίβεται επάνω μου και να προσπαθεί να μου ξεκουμπώσει το πουκάμισο. Τα «γιατί» μου έσκαγαν πλέον γύρω μας σαν καταιγίδα πυροτεχνημάτων – με τσουρούφλιζαν, η κόκκινη τους λάμψη με εξαγρίωνε. Δίχως να το καταλάβω, την είχα γραπώσει από τους ώμους και την τράνταζα σύγκορμη. «Παμαγκίτσε!» ούρλιαξε και κάρφωσε τα νύχια της στο μάγουλό μου.

Η πόρτα τότε άνοιξε και εισέβαλε ο πούστης. Με πέταξε εν ριπή οφθαλμού στο πάτωμα, με καβάλησε και μ’έκανε μπλαβό στο ξύλο. Κάθε μου αντίσταση αποδείχθηκε όχι απλώς μάταια αλλά και κωμική. Το χαμαντράκι εκείνο ήταν απείρως δυνατότερο από μένα! Όταν σταμάτησε για να πάρει ανάσα, αισθανόμουν το πρόσωπό μου να καίει από τις μπουνιές του και τα πλευρά μου να’χουν τρυπήσει το πετσί και να κρέμονται έξω απ’το ξεχαρβαλωμένο σώμα μου. «Γιατί;» επέμεινα, παρ’όλ’αυτά, ενώ ένας κόμπος αίμα έσταζε από τη μύτη μου. «Γιατί βγάλατε στο κλαρί τη Χαριτίνη;» Η αδελφή με κοίταξε ασκαρδαμυκτί. «Ποιά Χαριτίνη;» ρώτησε. «Την πρώην αγαπημένη μου! Που τώρα, για να τη γαμήσω, πρέπει να σού μετρήσω πέντε χιλιάρικα!» «Α, ήσουν στη Ρωσία;» «Τί Ρωσία κι αηδίες;» «Όλα μας τα κορίτσια από εκεί τα φέρνουμε» «Εκτός από τη Χαριτίνη!» «Αν εννοείς τη Λιζαβέτα, αυτή μας ήρθε από το Χάρκοβο τον περασμένο μήνα. Το φρεσκότερο φρούτο θα μού ζούπαγες ηλίθιε!» Διέκρινα πια στη φωνή του έναν τόνο συγκατάβασης. «Απόδειξέ το μου! Δείξε το διαβατήριο της!» «Τί είσαι εσύ, μπάτσος; Μάζεψε τα βρεμένα σου, αγοράκι μου, και μην ξαναπεράσεις ούτε από το απέναντι πεζοδρόμιο γιατί θα’χουμε χειρότερα ξεμπερδέματα!» Έτσι κήρυξε τη λήξη της συζήτησης και με πέταξε έξω, από την πίσω πόρτα.

Μια ακόμα πιο δυσάρεστη σκηνή διαδραματίστηκε το ίδιο απόγευμα στο πατρικό της Χαριτίνης. Επισκέφθηκα απρόσκλητος τους γονείς της και ευθαρσώς τούς ενημέρωσα για την κατρακύλα της. Η μητέρα, η τροφαντή κυρία Στέλλα, που κάποτε με λίγωνε στα κανακέματα και τις περιποιήσεις, σηκώθηκε και βγήκε απ’το σαλόνι, βλαστημώντας μέσ’από τα δόντια της. Ο πατέρας, ένας γεροδικηγόρος με φάτσα γύπα, σήκωσε απλώς το τηλέφωνο και επέλεξε δεκατρία νούμερα στη σειρά. «Μιλάς με Παρίσι» μου ανακοίνωσε φλεγματικά και μού πάσαρε το ακουστικό. Δεν θέλω ούτε να θυμάμαι την στιχομυθία μου με τη Χαριτίνη. Η ουσία είναι πως αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι η κόρη τους έκανε το μεταπτυχιακό της στη Σορβόννη κι ύστερα έφυγα με την ουρά στα σκέλια και με την συμβουλή «να’ρθω στα συγκαλά μου» να με ακολουθεί σαν ερινύα.

Γύρισα σπίτι μου, κλείδωσα πόρτες και παράθυρα και σωριάστηκα στο κρεβάτι. Το σώμα μου ήταν ένα άθροισμα από μώλωπες και γρατζουνιές. Η ψυχή μου μια μασημένη τσιχλόφουσκα. Ονειρευόμουν να βυθιστώ αργά μες στο καυτό νερό και να ξεχάσω, μα η απόσταση μέχρι το μπάνιο μού φαινόταν τεράστια. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Χαριτίνη. Μ’έβριζε χυδαιότατα επί ένα τέταρτο τουλάχιστον. «Έγινε παρεξήγηση» ψέλλισα απολογούμενος, όταν σταμάτησε επιτέλους για να πάρει ανάσα. «Όλη η ζωή σου είναι μία τεράστια, μαλακισμένη παρεξήγηση!» μου είπε και μου το’κλεισε. Άρχισε ξαφνικά να βρέχει καταρρακτωδώς.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κατά τους επόμενους τρεις μήνες στη ζωή μου επανήλθε η ηρεμία. Χτύπαγα κάρτα, δηλαδή, κάθε πρωί, μοίραζα γράμματα κι επιταγές στη γειτονιά, υπέγραφα αποδείξεις για τα συστημένα, το μεσημέρι σχόλναγα.Το άθροισμα του μισθουλάκου μου με τα λεφτά που μού’στελναν οι γονείς μου από τη Θεσσαλονίκη (νομίζανε, οι δόλιοι, πως εξακολουθούσα να σπουδάζω) μου εξασφάλιζαν μία αξιοπρεπέστατη διαβίωση. Τον Ιούλιο βρήκα και μία καινούργια γκόμενα – τον Αύγουστο πήγα μαζί της διακοπές στη Σαντορίνη – πρώτη Σεπτεμβρίου επέστρεψα μαυρισμένος στο ταχυδρομείο κι έμαθα τα μαντάτα: Είχα πάρει μετάθεση για το Βασί.

«Πού είναι το Βασί;» ρώτησα αθώα τον κύριο Παπαδάτο, ο οποίος μού ανακοίνωσε προσωπικά το νέο. «Εκεί που οι άνθρωποι δουλεύουν για να τρως εσύ! Εκεί δεν έχει σφαιριστήρια και καφετέριες για να την αράζεις! Ούτε κυράτσες που χτενίζουν το μουνί τους μέρα- νύχτα, για να σε χαρτζιλικώνουν. Εκεί ζει ο κόσμος του μόχθου! Εκεί γεννήθηκα εγώ!» Η αντιπάθεια λοιπόν, που ανέκαθεν του προξενούσα, είχε λάβει -στη διάρκεια του καλοκαιριού- έντονο ταξικό χαρακτήρα. Με θεωρούσε βουτυρόπαιδο και με μετέθετε για να με κάνει άντρα. «Και πόσο απέχει το Βασί από το κέντρο;» «Μιάμιση ώρα το λιγότερο! Θα χρειαστεί να αλλάζεις έξι συγκοινωνίες καθημερινά! Εκτός εάν μετακομίσεις, πράγμα το οποίο και σε συμβουλεύω.» Αγνοούσε, για καλή μου τύχη, ότι διέθετα μηχανάκι.

Δεν ξέρω πότε ακριβώς είχε εγκαταλείψει ο Παπαδάτος τη γειτονιά του για να ξεκινήσει την κοινωνική του αναρρίχηση, γεγονός ήταν πάντως πως όσα τόσο γλαφυρά μού περιέγραφε ανήκαν σ’ένα μακρινό παρελθόν. Το Βασί συγκαταλεγόταν στα τρία-τέσσερα γκέτο που είχαν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στις εσχατιές της πρωτεύουσας για να στεγάσουν τα κοινωνικά απόβλητα Στις εργατικές του πολυκατοικίες και στα χαμόσπιτα δεν κατοικούσαν πλέον οικογένειες τίμιων μεροκαματιάρηδων αλλά λαθρομετανάστες, πρώην κατάδικοι, πρεζόνια και γενικά κάθε λογής λουλούδι. Οι φάμπρικες και τα μηχανουργεία είχαν ρημάξει, όπως και τα μνημεία της Εθνικής Αντίστασης που έστηναν στις πλατείες οι κομουνιστές δήμαρχοι τη δεκαετία του ’80. Η μόνη δραστηριότητα που οργίαζε πλέον στο Βασί ήτανε το κοινό έγκλημα: οποιαδήποτε στιγμή του εικοσιτετραώρου, μπορούσες να δεις στη μέση του δρόμου παρέες να πλακώνονται στο ξύλο, πιτσιρικάδες να χτυπάνε ενέσεις, καμιόνια να φρενάρουνε μπροστά σε μάντρες και να ξεφορτώνουν λαθραία. Συχνά ανταλλάσσονταν και κάποιοι πυροβολισμοί. Οι εκπρόσωποι του νόμου και της τάξης είχανε προ πολλού νίψει τας χείρας τους κι είχαν αποσυρθεί από το Βασί, παραχωρώντας στους κατοίκους του μιαν ιδιότυπη ασυλία, που έληγε -φυσικά- μόλις εκείνοι διέσχιζαν την Εθνική Οδό προς την Αθήνα. Η ηλεκτροδότηση και η παροχή νερού ήτανε πλημμελείς και διακοπτόμενες, τα σχολεία και οι εκκλησίες είχαν βάλει λουκέτο και μόνο το ταχυδρομείο -παραδόξως- λειτουργούσε ακόμα, με τρία άτομα προσωπικό.

Με υποδέχτηκαν, φυσικά, σαν ανέλπιστο κελεπούρι: «Καλώς τον» είπανε με μια φωνή μόλις υπέβαλα τα διαπιστευτήρια μου. «Εσύ θα μοιράζεις τα γράμματα από εδώ και στο εξής. Έτσι και σού συμβεί τίποτα, μην μπεις στον κόπο να φωνάξεις, γιατί δεν πρόκειται να ξεμυτίσουμε, ακόμα κι αν μπροστά στα μάτια μας σε περιλούσουν με βενζίνη και σου βάλουνε φωτιά!»

Ρωτάω ποιος στη θέση μου δεν θα’χε ακαριαία παραιτηθεί. Κι όμως, εγώ αγνόησα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και συμμορφώθηκα χωρίς κουβέντα στις διαταγές των ανωτέρων μου. Πήρα την τσάντα μου στον ώμο κι άρχισα να εκτελώ δρομολόγια, μόνο και μόνο για να πετάω κάτω από σάπιες πόρτες που έχασκαν κιτρινισμένα γράμματα, που οι παραλήπτες τους είχαν σίγουρα μετακομίσει ή πεθάνει προ ετών. Αλώνιζα στο Βασί και δεν φοβόμουν μήπως με δολοφονήσουνε για πλάκα οι συμμορίες που ήδη εκδηλώνονταν αυθόρμητα απέναντι μου, πετώντας μου βρισιές και μικροαντικείμενα. Αλλού ήταν το ζήτημα για μένα.

Το εξέθεσα την πέμπτη μέρα στον καινούργιο διευθυντή μου: «Πόσους κατοίκους έχει το Βασί;» τον ρώτησα ενώ εκείνος με κοιτούσε από την κορυφή μέχρι τα νύχια και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήμουν ακόμα σχεδόν σώος. «Δύο-τρεις χιλιάδες μίνιμουμ.» «Κι ανήκουν σε μια οικογένεια;» «Τί λες τώρα; Κάθε καρυδιάς καρύδι είναι!» «Τότε γιατί μού φαίνονται εμένα όλοι ίδιοι;» «Οι ίδιοι αλήτες! Μα καλά, δεν τρέμει το φυλλοκάρδι σου που τριγυρνάς εκεί έξω;» «Όχι – εννοώ στη φάτσα ίδιοι, σαν αδέλφια!» Ο διευθυντής (ένα καλό ανθρωπάκι, που ο Θεός ξέρει ποιά φουρτούνα τον είχε ξεβράσει στο Βασί) με κοίταξε με οίκτο: «Άκουσε αγόρι μου, μπορείς και αύριο ακόμα να ζητήσεις καινούργια μετάθεση κι εγώ -έχεις το λόγο μου- θα την υποστηρίξω. Δεν υπάρχει λόγος να σε χάσουμε τόσο νέο!»

Για να’μαι, ωστόσο, ειλικρινής, δεν μού φαίνονταν κι όλοι τους απαράλλακτοι. Μπορούσα να διακρίνω τέσσερις διαφορετικές φυσιογνωμίες, που ένα βράδυ σπίτι κάθισα και τις κατέγραψα με λεπτομέρειες, προσπάθησα δε -με παιδαριώδη αποτελέσματα- και να τις σχεδιάσω στο χαρτί: «α) Μελαχρινός εξηντάρης, μετρίου αναστήματος, με γαμψή μύτη, στενά χείλη, γραβάτα κι ολοστρόγγυλη κοιλιά. β) Σαραντάρης φαλακρός και ψηλοκρεμαστός, αξύριστος, κοκκινοτρίχης, με φακίδες. Φοράει συνήθως φόρμα βενζινάδικου και πράσινα γυαλιά ηλίου. γ) Νεαρός γύρω στα εικοσιπέντε, ξανθός και σωματώδης, κουτσαίνει λίγο από τ’αριστερό του πόδι, τα δόντια του έχουν αρχίσει να σαπίζουν. δ) Έφηβος μελαμψός και βρόμικος, σχεδόν ένα κι ογδόντα, καπνίζει, φτύνει, πιάνει κάθε τόσο τ’αρχίδια του.» Και τέρμα. Γυναίκες δεν κυκλοφορούσαν στο Βασί ούτε άλλες φάτσες. Σε κάθε γωνιά του δρόμου, σε κάθε αυλή κι αλάνα, συναντούσα εκείνους τους τέσσερις -όλους μαζί ή τον καθένα χωριστά ή σε πολλά ακόμα αντίτυπα- κι ήτανε σαν να έστηναν τις συμπλοκές και τα αλισβερίσια τους ειδικά για το χατίρι μου, σαν ένας ολιγομελής θίασος που ανεβάζει φιλότιμα μια πολυπρόσωπη παράσταση για έναν μονάχα θεατή! Γι’ αυτό διακινδύνευα κάθε μέρα τη ζωή μου: με την ελπίδα πως θα ανακαλύψω κάποιον πέμπτο!

Μάταιος κόπος. Το μόνο που κατάφερα -επάνω στη βδομάδα- ήταν να με σωριάσει χάμω μια αδέσποτη. Αιμορραγώντας σύρθηκα ως το ταχυδρομείο κι από εκεί με μετέφερε ένα ασθενοφόρο στη κλινική, όπου νοσηλεύτηκα σαν πρίγκιπας για δεκαπέντε μέρες. Το πάθημα μου θεωρήθηκε ανδραγάθημα. Η φωτογραφία μου δημοσιεύτηκε σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες κι ο ίδιος ο υπουργός Μεταφορών μού απένειμε τιμητική πλακέτα κατά τη διάρκεια ειδικής τελετής. Οι γονείς μου φούσκωναν σαν παγώνια θρονιασμένοι στις θέσεις των επισήμων κι ούτε που διανοήθηκαν να με ρωτήσουν -οι κακορίζικοι!- πώς τα πήγαινα στο πανεπιστήμιο. (Φαντάζομαι πως οι γονείς της Χαριτίνης έφτυναν την ίδια ώρα τον κόρφο τους που είχαν απαλλαγεί από εμένα). Με αφορμή την παρολίγον θυσία μου, παύθηκε ο αρχηγός της Αστυνομίας κι ο αντικαταστάτης του υποσχέθηκε πως θα καθάριζε το Βασί απ’τα κακοποιά στοιχεία. Είχα γίνει ξαφνικά το πρόσωπο της ημέρας. Οι ρεπόρτερς των καναλιών με πολιορκούσαν για να αποσπάσουν κάποια δήλωση κι ερμήνευαν το αποσβολωμένο ύφος μου ως αποτέλεσμα του σοκ απ’την «απόπειρα δολοφονίας». Πού να’ξεραν τί μού συνέβαινε!

Εκείνο που είχε εκδηλωθεί πριν από εφτά μήνες με τον δερματολόγο και τον διευθυντή του ταχυδρομείου, τις δυό γριές, τη ρωσίδα πουτάνα και τη Χαριτίνη κι είχε ύστερα επεκταθεί στους απόκληρους του γκέτο, λάμβανε πλέον γενικές κι εφιαλτικές διαστάσεις. Όπου κι αν πήγαινα, ό,τι κι αν έκανα, αντιμετώπιζα τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους σε διαφορετικούς ρόλους. Ο εξηντάρης στο Βασί, ο υπουργός Μεταφορών και ο καινούργιος διαχειριστής στην πολυκατοικία μου ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο! Ο ομοφυλόφιλος υπάλληλος του πορνείου, που με είχε τόσο άγρια ξυλοκοπήσει, μού χτύπησε ένα απόγευμα την πόρτα κουστουμαρισμένος και ήθελε να μού πουλήσει ασφάλεια ζωής! Σ’ένα μπαρ γνώρισα μιά πολύ ξηγημένη ξανθιά. Χτυπήσαμε μαζί δυο-τρία ουίσκι, τα είπαμε απ’την καλή κι απ’την ανάποδη (της έπιασα και λίγο τον κώλο) και δώσαμε ραντεβού για την επόμενη, για να ολοκληρώσουμε τη σχέση μας. Κατά το εικοσιτετράωρο σχεδόν που μεσολάβησε, τη συνάντησα τρεις φορές. Το πρωί ρύθμιζε με στολή τροχονόμου την κίνηση στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, το απογευματάκι έκανε ταμείο στο σούπερ-μάρκετ της γειτονιάς μου, καθώς ντυνόμουν -τέλος- για να πάω στο μπαρ, την είδα στο απέναντι μπαλκόνι να ποτίζει τα λουλούδια της! Ακόμα όμως κι όταν βρεθήκαμε, χαράματα, αγκαλιά σ’ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, εγώ έσφιξα τα δόντια και δεν έβγαλα άχνα για όλα αυτά. Γιατί είχα απόλυτη συνείδηση πως έτσι κι άνοιγα το στόμα μου, θα’ταν αδύνατο κατόπιν να το ξανακλείσω.

Διατελούσα σε μόνιμο πανικό. Η αίσθηση ότι ολόκληρος ο κόσμος έχει συνωμοτήσει εναντίον σου και μάλιστα κατά τον πλέον ύπουλο και καταχθόνιο τρόπο, πολύ αμφιβάλλω εάν μπορεί να μεταδοθεί στους τυχερούς που δεν την έχουν ποτέ δοκιμάσει. Και οι στοιχειώδεις βεβαιότητες υποχωρούν κάτω απ’τα πόδια σου, τα πάντα μπλέκονται, το άγνωστο γίνεται γνωστό και το γνωστό άγνωστο, κυρίως το γνωστό άγνωστο. Μένεις μετέωρος στο κενό, οι άλλοι περιστρέφονται με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα και σε χλευάζουν, καταλαβαίνεις άλαλος ότι η οποιαδήποτε δική σου αντίδραση είναι από χέρι γελοία, τραντάζεσαι από ρίγη στο κέντρο μιας ρουφήχτρας που σε καταπίνει, κλείνεις τα μάτια και βουλιάζεις κι όταν τα ξανανοίγεις βρίσκεσαι στο ίδιο ακριβώς σημείο…

Ξημερώνοντας του Αγίου Διονυσίου, κατέληξα πως είχα τρελαθεί και ότι χρειαζόμουν επειγόντως ψυχιατρική βοήθεια. Η νοσοκόμα, με την οποία μίλησα στο τηλέφωνο, κατανόησε την αγωνία μου και μού κανόνισε ραντεβού για το ίδιο απόγευμα στις πέντε. Ο καθηγητής Μαντούβαλος βγήκε για να με υποδεχθεί στον προθάλαμο του ιατρείου του. Το αρχοντικό, καλοσυνάτο πρόσωπό του -ένα παχύ, στριφτό μουστάκι και άλλα δυό, μικρότερα στη θέση των φρυδιών- μού ενέπνευσε απόλυτη εμπιστοσύνη: «Εσείς δεν παίζατε ρακέτες την περασμένη Κυριακή στην πλαζ της Βούλας;» του πέταξα στα ίσα. «Προχθές το βράδυ δεν με πήρατε κούρσα Ομόνοια-Ιπποκράτους;» συνέχισα, για να τού δώσω να αντιληφθεί το μέγεθος της σύγχυσης μου. «Ναι, εγώ ήμουν. Είμαι χειμερινός κολυμβητής και βοηθάω κάπου-κάπου και τον γυναικαδελφό μου στο ταξί. Μιλήστε μου όμως τώρα για το δικό σας πρόβλημα.» ΄Έκανα έντρομος μεταβολή και έγινα καπνός.

Για το επόμενο δεκαπενθήμερο κλειδαμπαρώθηκα στο σπίτι, αποφασισμένος να μη δω ψυχή ζώσα. Είχα συνεννοηθεί με το θυρωρό να μού ψωνίζει τ’απαραίτητα και να τ’αφήνει έξω από την πόρτα μου. Κι εγώ τού γλίστραγα από τη χαραμάδα το φάκελο με τα λεφτά. «Είστε καλά, κύριε Φώτη;» με ρώταγε τις πρώτες μέρες, με μια φωνή που έτρεμε από περιέργεια. «Μια χαρούλα», τον καθησύχαζα. «Θέλω, απλώς, να ηρεμήσω και να σκεφτώ». Παράπονο δεν έχω: οι πάντες -συγγενείς, γείτονες, φίλοι- σεβάστηκαν με συγκινητική διακριτικότητα την αυτοαπομόνωσή μου. Τα τηλεφωνήματα αραίωσαν εντυπωσιακά γρήγορα και από τη δεύτερη εβδομάδα σταμάτησαν τελείως, αν εξαιρέσουμε φυσικά τη μανούλα μου, που θα εκδηλώνει -πάω στοίχημα- κι από τον άλλο ακόμα κόσμο το ίδιο νοσηρό ενδιαφέρον για το τί τρώω, πώς ντύνομαι κι αν χέζω ικανοποιητικά. Για όλους τούς υπόλοιπους αποτελεί, όπως αποδείχτηκε, ζήτημα τριών -άντε πέντε- απανωτών αρνήσεων το να σε ξεγράψουν. Η φύση δεν παραδέχεται κενά – ο χώρος στον οποίον με την παρουσία σου δέσποζες, καταλαμβάνεται ταχύτατα μόλις εσύ λείψεις. Κι αν κάποτε πεις να επιστρέψεις, θα βρεις πιασμένα την καρέκλα, το κρεβάτι και το μηχανάκι σου. Και το πολύ να αντικρίσεις κάποια φωτογραφία σου να ατενίζει μελαγχολικά από περίοπτη θέση τη διάδοχη κατάσταση. Η σκέψη αυτή με πανικόβαλε. Όχι, δεν θα τους έκανα τη χάρη να θαφτώ πριν απ’την ώρα μου και μάλιστα ζωντανός! Οι μεταμφιέσεις κι οι πλεκτάνες που μού έστηναν οι άνθρωποι, δεν θα με λύγιζαν! Γροθιά στο μαχαίρι. Κυριακή, δύο Νοεμβρίου έληγε η αναρρωτική-τιμητική μου άδεια. Δευτέρα, πρωί-πρωί, παρουσιάστηκα λουσμένος και γραβατωμένος στα κεντρικά για να αναλάβω καθήκοντα.

Ο ηρωικός τραυματισμός μου στο Βασί συνέχιζε να μου εξασφαλίζει προνομιακή μεταχείριση. Ο ίδιος ο διοικητής των Ταχυδρομείων (ο οποίος είχε -εννοείται- εμφανιστεί τουλάχιστον δέκα φορές στο παρελθόν μπροστά μου, πότε ως θεολόγος στο Γυμνάσιο και πότε ως αστέρας του παλιού ελληνικού σινεμά) με δέχτηκε στο γραφείο μου κι αφού με τράταρε γλυκό του κουταλιού, με ρώτησε πού θα επιθυμούσα να μετατεθώ. Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους. «Δεν θέλουμε, παιδί μου» μου’πε «να σε εκθέσουμε πλέον ούτε στον παραμικρότερο κίνδυνο. Προσωπικά, προτείνω Κανάστα.» Σήκωσα πάλι αδιάφορα τους ώμους. Ο κύριος διοικητής συμπέρανε ότι επρόκειτο για κάποιο τικ.

Η Κανάστα βρισκόταν όντως στους αντίποδες του Βασί. Την κατοικούσαν αποκλειστικά εκατομμυριούχοι. Πολυτελείς επαύλεις, αραιά σπαρμένες μέσα σε ένα δάσος από πεύκα, στα ριζά του όρους Όρος. Ψηλοί μαντρότοιχοι, πισίνες και γκαζόν για πάρτι. Στο κέντρο του συνοικισμού, υπήρχε μια μεγάλη τεχνητή λίμνη, που το χειμώνα πάγωνε ηλεκτρονικά για να μπορούν να πατινάρουν. Στις όχθες της είχαν χτιστεί -σε στυλ κινέζικης παγόδας- το γραφείο της κοινότητας, ο πολιτιστικός σύλλογος (όπου καλούσαν τακτικά διάφορους ποιητές της μόδας για ν’απαγγείλουν τα ανοσιουργήματά τους και ύστερα τούς δεξιώνονταν στα σπίτια τους κι εκείνοι πάσχιζαν με κωμικό τρόπο να τους γαμήσουν τις συζύγους ή τις θυγατέρες) και το ταχυδρομείο. Δεν είχα πιά κανέναν πάνω απ’το κεφάλι μου – ούτε την υποχρέωση καν να παίρνω σβάρνα τους δρόμους για να μοιράζω γράμματα. Κάθε πρωί ταξινομούσα την αλληλογραφία και ειδοποιούσα τηλεφωνικά τους παραλήπτες να έρθουν να πάρουν ό,τι τους ανήκε. Αποτελούσε αυτό το σύστημα κατάκτηση του προκατόχου μου, ο οποίος είχε -χάρη στη μαγκιά του- κατορθώσει να παίζει όλη τη Κανάστα στα δάχτυλα, ώσπου τον έπιασαν ένα βράδυ στα πράσα ενώ επιχειρούσε να διαρρήξει την έκτη κατά σειρά βίλα και τον παρέδωσαν στην Αστυνομία.

Εγώ, που ήμουν η προσωποποίηση της τιμιότητας, περνούσα -κατά τα φαινόμενα- ζωή και κότα. Τις κρύες μέρες του χειμώνα, άναβα το τζάκι και διάβαζα στη ζεστασιά του διηγήματα τρόμου. Η κλασική μουσική από το ραδιόφωνο με νανούριζε γλυκά – συχνά ξύπναγα σαν στο σπίτι μου την επομένη το πρωί. Όταν είχε λιακάδα, έβγαζα την κουνιστή πολυθρόνα στην αυλή και χάζευα τα κωλαράκια που πατινάριζαν ή τους αργόσχολους Καναστιώτες να βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους.

Η σκυλοφιλία διέθετε -δίχως καμιάν υπερβολή- αίγλη θρησκείας στη Κανάστα. Κάθε κάτοικος είχε τουλάχιστον ένα σκύλο και τον υπηρετούσε με λατρεία: τον τάιζε φιλέτα από τη χούφτα του, τον κοίταζε στα μάτια, τον εμβολίαζε, τον γύμναζε και τον καλλώπιζε. Στην πλαγιά του όρους Όρος άσπριζαν τα μάρμαρα του νεκροταφείου των σκύλων. Έβλεπα με τα κιάλια μελανές πομπές να παίρνουν το δρόμο τού γυρισμού ύστερα από την κηδεία κάποιου προσφιλούς τους. Το τεθλιμμένο αφεντικό συνήθως υποβασταζόταν από τους οικείους του. Όταν περνούσε πια το βαρύ πένθος, εκείνοι θα τού δώριζαν ένα κουτάβι -προς Θεού, όχι της ίδιας ράτσας με το μακαρίτη!- για να τον κάνουν να ξεχάσει.

Διόλου παράξενο που -ζώντας σ’ένα τέτοιο περιβάλλον- έγινα πολύ σύντομα εξπέρ των σκύλων. Κι ενώ δεν ήμουν μέχρι τότε άξιος να ξεχωρίσω ένα λυκόσκυλο από ένα κόλλεϋ, έμαθα πιά απ’έξω κι ανακατωτά τα φοξ-τεριέ και τα γκριφόν, τα ντόμπερμαν και τα τσιάουα. Καθένα είχε τη δική του μούρη – το δικό του χαρακτήρα. Κι εμένα αγαλλίαζε η ψυχή μου σαν τα καμάρωνα όλα μαζί στις όχθες, να παίζουν, να τσακώνονται και να γαμπρίζουν. «Θα καταφέρει» αναρωτιόμουνα «ο μολοσσός να κουτουπώσει το τσαχπίνικο πεκινουά; Κι αν ναι, τί σόι -άραγε- παιδιά θα βγάλουν; Τί πλήθος συνδυασμοί – πόσα εκατομμύρια παραλλαγές στο γενετικό καλειδοσκόπιο!» Βαριαναστέναζα μεσ’απ’τα φυλλοκάρδια μου. Γιατί εάν πεις για τους ανθρώπους, τα πράγματα είχαν φτάσει πιά στο μη παρέκει.

Η χρήση του πληθυντικού αριθμού γινόταν καθαρά από συνήθεια. Οι κάτοικοι της Νέας Κανάστας ήτανε ένας και μοναδικός! Οι όποιες διαφορές -στην ηλικία, στην εμφάνιση, ακόμα και στο φύλο- επιτυγχάνονταν με αλλαγές στο ντύσιμο, στο μακιγιάζ, στο μέγεθος των τακουνιών καθώς και χάρη σε μία τεράστια συλλογή από περούκες. Εμένα βέβαια δεν με ξεγελούσαν. Ήξερα ότι αρκούσε να τραβήξω το τσουλούφι του νεαρού για να αποκαλυφθεί το φαλακρό κρανίο-υποδοχή για κάθε είδους κόμμωση – ήξερα πως αν γλίστραγα το χέρι μου κάτω από το φουστάνι της μαντάμ που μάθαινε ισπανικά δι’ αλληλογραφίας, θα χούφτωνα τα μαραμένα αρχίδια του φερόμενου ως συζύγου της. Μα συγκρατούσα τον εαυτό μου. Έκανα το κορόιδο επί πέντε ολόκληρους μήνες.

Μόλις ωστόσο άρχισε δειλά να μπαίνει η άνοιξη και πήρανε να λιώνουνε τα χιόνια του όρους Όρος και να ανθίζουν οι αμυγδαλίτσες, πήρε και το δικό μου αίμα να ζεσταίνεται. Έχανα, δηλαδή, την ψυχραιμία μου. «Πώς είπατε ότι λέγεστε; Βορίδης;» ρωτούσα ειρωνικά τον παραλήπτη δέματος με φάρμακα από τη Γαλλία. «Μα δεν μού ήρθατε πρό ημιώρου να παραλάβετε ερωτική επιστολή, ντυμένος Ανθή Ευσταθοπούλου, γλύπτις;» Παρίστανε τον έκπληκτο. Του’δινα το πακέτο, χαμογελώντας του με νόημα. Υπέγραφε και έφευγε, χωρίς να κοκκινίσει καν από ντροπή. Μου έκανε πόλεμο νεύρων, το παχύδερμο. Από ένα σημείο κι ύστερα, απαιτούσα να μου δείχνουν τις ταυτότητές τους. Όχι πως έβγαινε έτσι τίποτα -ήτανε όλες πλαστογραφημένες- αλλά τουλάχιστον τους έδειχνα (ή μάλλον τού έδειχνα) ότι δεν έτρωγα κουτόχορτο. Κι αυτό δεν τού καλάρεσε. Απόδειξη ότι διαμαρτυρήθηκε -για τους τρόπους μου, λεει- στην υπηρεσία.

Στις πέντε Απριλίου, με κάλεσαν στα Κεντρικά Ταχυδρομεία, για να μου κάνουν συστάσεις. Σ’όλο το δρόμο αναρωτιόμουν εάν θα’πρεπε ν’αποκαλύψω την αλήθεια και να αναζητήσω το δίκιο μου. Μ’έβγαλε από το δίλημμα ο περισπούδαστος μαλάκας που -απ’τη βελούδινή του πολυθρόνα- άρχισε να μου κάνει κήρυγμα περί κανόνων συμπεριφοράς και υπαλληλικού σαβουάρ-βίβρ. «Συγγνώμη, κύριε Διοικητά…» πήγα να τον διακόψω όταν ο κόμπος είχε φτάσει πια στο χτένι. «Ο Διοικητής, παιδί μου, λείπει στο εξωτερικό. Εγώ είμαι διευθυντής προσωπικού.» Με δούλευε, δηλαδή, μέσα στα μούτρα μου! Ήταν κι αυτός στο κόλπο! Τότε αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου.

Επέστρεψα στην Κανάστα και ήπια τρία ουίσκι απανωτά για να καλμάρω. Ήταν μεσημεράκι, έξω επικρατούσε ουράνια γαλήνη. Από την ανοιχτή πόρτα του γραφείου μου, έβλεπα την επιφάνεια της λίμνης να ρυτιδιάζει ελαφρά στο θρόισμα του αέρα ενώ μία ντουζίνα νεογέννητα παπιά, καθοδηγούμενα από την κυρά-κλώσα, προετοιμάζονταν για την παρθενική βουτιά τους. Έβγαλα κάτω απ’το τραπέζι τα παπούτσια και τις κάλτσες μου, έλυσα τη γραβάτα και χαλάρωσα τη ζώνη μου. Τα δάχτυλα μου χάιδεψαν τις σανίδες του πατώματος. Μία αραχνίτσα προσγειώθηκε -άγνωστο από πού- πάνω ακριβώς στην κάφτρα του πούρου μου. Ακόμα και την ώρα που καιγόταν, οι κινήσεις της διατηρούσαν την αρμονία τους. «Μήπως να πέταγα όλα τα ρούχα μου και να’πεφτα στο δροσερό νερό;» σκέφτηκα.

Εκείνο ακριβώς το δευτερόλεπτο, μία ανθρώπινη φωνή ήρθε να διακόψει βάναυσα τον θεόσταλτο ρεμβασμό μου. «Είστε ανοιχτά;» ρωτούσε απ’το κατώφλι ένας νεαρός με ηλίθιο πρόσωπο και κούρεμα-καρότο. Τινάχτηκα -«περάστε» τον καλωσόρισα υποκριτικά και διπλοκλείδωσα την πόρτα πίσω του. «Συγγνώμη που σας ενοχλώ» είπε, κοιτάζοντας τα ξυπόλητα πόδια μου «λέγομαι Πασαγιάννης και περιμένω γράμμα από την Αγγλία… Θα με ειδοποιούσατε εσείς, το ξέρω, μα είναι -βλέπετε- επείγον, αφορά τις σπουδές μου…»

Εγώ είχα ανοίξει εν τω μεταξύ τον τηλεφωνικό κατάλογο. «Δεν λέγεστε μονάχα Πασαγιαννης, κύριε μου!» ούρλιαξα, πλησιάζοντας τον σε απόσταση αναπνοής. «Λέγεστε Πασαγιαννης, Πασαγιαννίδης, Πασαγιώτης, Πασαδαίος, Πασαδάκης, Πασαδέλλη…» και με αυξανόμενη ένταση φωνής τού διάβασα καμιά εκατοστή ονόματα. «Είστε όλοι ίδιοι! Ένα και το αυτό βρόμικο υποκείμενο! Με τριγυρίζετε μασκαρεμένοι και θέλετε να με μπερδέψετε, να με ζαλίσετε, να με ξεκάνετε! Μα εγώ σας πήρα προ πολλού χαμπάρι! Τέρμα λοιπόν τ’αστεία!» Βάρεσα δυνατά τη γροθιά στο τραπέζι όμως ο νεαρός δεν φάνηκε να πτοείται. Επωφελήθηκε ίσα-ίσα για να αρπάξει τον κατάλογο. «Εσείς είστε όλοι ίδιοι, κύριε Πασαδέλλη, Πασακαλίδη, Πασάκαλε, Πασακόπουλε και τα ρέστα! Μονάχα εγώ διαφέρω. Αλλά, όπως βλέπετε, είμαι αρκετά σίγουρος για τον εαυτό μου ώστε να μην το κάνω θέμα.» Μού χαμογέλασε όλο ειρωνεία το κωλόπαιδο κι ούτε που ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα. Τα δόντια του ήταν κάτασπρα, τετράγωνα, δεν άφηναν χαραμάδα. Το χέρι μου έφυγε από μόνο του, τον χτύπησα με όλη μου τη δύναμη και τού κατέβασα την πρόσοψη.

Αιμορραγούσα όμως κι εγώ. «Θα’χει χωθεί στη σάρκα μου κανένας μυτερός κυνόδοντας» σκέφτηκα. Έριξα μια ματιά στο χέρι μου κι είδα κατάπληκτος πλήθος γυαλάκια. Ύστερα σήκωσα το βλέμμα κι αντίκρισα μπροστά μου έναν σπασμένο καθρέφτη

This entry was posted in Λογοτεχνία and tagged , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.